.....ποίηση είναι αυτή η επικοινωνία του ατομικού λόγου ύπαρξης με τους άλλους λόγους ύπαρξης, αυτούς των Αναγνωστών του.

«....Κατά την άποψή μου το ποίημα «τελειοποιείται» μόνο, όταν το παραλάβει ο Αναγνώστης και το κάνει δικό του...»


Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ



















Για να σ` εκδικηθώ
τη σκουριασμένη πανοπλία μου
ξαναφορώ
-λαδώνω μ` επιμέλεια
τις αρθρώσεις.
Από τη ζώνη το σπαθί τραβώ
και στο καθρέφτη μου μπροστά,
όλες του μονομάχου
κάνω τις κινήσεις.
(Κι ως στο ημίφως η κόψη του γυαλίζει,
τη κόμη μου χτενίζει…)
Μα κι όλα ράκος έγινα `γω,
με παλιοσίδερα -σπαθιά,
τις μάχες δε ξεβγάζω
(στο λέω δα τόσο καθαρά
πάρε τα σίδερά μου πια,
από μένα είναι που τρομάζω).
Για να μ` εκδικηθώ
(βρίζω, φωνάζω, αγαναχτώ)
τα σίδερα θα λιώσω:
χωρίς στολή σε συναντώ
δίχως σπαθί ή εξοπλισμό
(αυτό είναι το μόνο που φορώ)
το πιο βαθύ μου εαυτό
στη δούλεψή σου….

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

ΣΙΛΩΑΜ

Αφιερώνεται
στη manicdepression
με πολλή αγάπη
γιατί αυτό το καιρό

απουσιάζει
κι είναι

τόσο αισθητή
η απουσία της....






Ακούσαμε
για του Σιλωάμ τη κολυμπήθρα
-είπα να σε πάω κι εκεί παιδί μου,
να θεραπευτείς.
Με πόση υπομονή
περίμενα να σε βουτήξω
κι όταν κατέβηκε ο Άγγελος
πέταξε προς το μέρος μου
και μου `πε:
«Ύπαγε τέκνον μου,
εθεραπεύθης! »
«Μα, εγώ Κύριε είμαι η συνοδός»
Του αποκρίθηκα,
κι ένιωσα να βλέπω
μ` άλλα μάτια.
Του κάκου σ` έψαξα
ανάμεσα στους ευπαθείς.
Παιδί μου εσύ
έτρεχες με χίλια…

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

ΣΚΙΣΜΕΝΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ

Πέρασε ανεπιστρεπτί
της εφηβείας η ανάμνηση
κι αυτό που ως αναβίωση
ελπίσαμε,
της λήθης σέρνει το καρότσι,
πορεύεται
με της ωριμότητας πατίνια.
Καμια κυκλικότητα πια
δεν έχουν οι χοροί μας
κι ας νομίσαμε,
πως νέα μέλη
θα πιάσουν το μαντήλι,
αντοχής λεβέντισσας
σκαρώνοντας φιγούρες.
Από τούδε
δε θα μπορούμε πια
πολύχρωμο
τον αητό μας να πετάξουμε
-τα ζύγια του κοπήκαν ξαφνικά.
Κι εμείς
της αναβίωσης χαρταετού
οι εραστές,
εφημερίδες ψαλιδίζουμε
ισορροπώντας την ουρά του
που βουτάει με φόρα.
Έλα ξανά υπόσχεση
στου κύκλου μας το γύρισμα,
ότι λίγη ακόμα
μας απόμεινε η αντοχή`
ταχιά θα πιάσει
της ερημιάς μας ο Βαρδάρης
χαρταετούς εξακοντίζοντας
σ`ηλεκτροφόρα σύρματα…

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

ΚΟΨΗ ΣΠΑΘΙΟΥ

Αφιερώνεται στον Αλεξ




(akb8862)-KITΡΙΝΗ ΠΟΛΗ




γιατί αποτελεί πρότυπο αναγνώστη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι στη προσπάθεια του να διαβάσει τους ένθετους στίχους θα κάνει μιαν υπέρβαση!




“Deine Tränne


mußt Du zussammenteilen


Anders
Als Fluch


Folgen sie Dir
Die Ausdrücklose Träne”






To δάκρυ σου
να το μοιράζεσαι…
σα κατάρα
σ`ακολουθεί


τ`ανέκφραστο το δάκρυ...»


Mόλις διαβασα αυτές τις γραμμές , το λιγοστό ακροατήριο ξέσπασε σε δυνατά χειροκροτήματα. Αναρωτιόμουν, άραγε τόσο πιστή ήταν η μετάφραση του ποιήματος μου στη γλώσσα τους και τους άγγιξε τόσο, ή μήπως τόσα πολλά ανέκφραστα συναισθήματα είχαν οι ακροατές μου , που βρήκαν δίοδο διαφυγής;
Το πιο δυνατό χειροκρότημα μου το χάρισε μια εντελώς διαφορετική , μελαγχροινή νεαρή με κατάμαυρα γυαλιστερά μάτια και φερετζέ. Μου έκανε εντύπωση από τη πρώτη στιγμή , τι ενδιαφέρον μπορεί να είχε μια κοπελιά με φερετζέ σε μια ξένη χώρα, για μια ξένη λογοτέχνιδα που έκανε απόπειρες μετάφρασης της δικής της ποίησης στη ξένη γλώσσα.
Στα πλαίσια των ελληνογερμανικών ανταλλαγών νέων λογοτεχνών είχα προσκληθεί από τον ελληνογερμανικό σύνδεσμο της Κολωνίας (Kölnischer griechisch-deutscher Verein) για να παρουσιάσω κάποια από τα ποιήματά μου, σε δική μου γερμανική μετάφραση. Επειδή γενικά η ποίηση και ειδικότερα η ξένη ποίηση στην αλλοδαπή δεν παρουσιάζει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποφασίστηκε από το σύνδεσμο, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα χρήματα τουλάχιστον για τα φώτα και το τσάι ή το καφέ που θα προσφερόταν στους θαμώνες, να οργανώναμε κι ένα μπαζάρ με δικά μας αγαπημένα αντικείμενα που θα πουλιόνταν ώστε τα έσοδα να διατεθούν για τους σκοπούς του συνδέσμου. Μάλλον αυτό τους έκανε να έρθουν στο πατάρι της οδού Μπανχοφστράσσε κι όχι αυτή καθ`εαυτή η ποίησή μου. Έτσι κι αλλιώς, το `βλεπα καθαρά, ότι το ακροατήριο άρχισε ήδη να βαριέται , όπότε για να τους ξυπνήσω είπα για το «ανέκφραστο το δάκρυ».




Μετά τα χειρόκροτήματα τούς δόθηκε η ευκαιρία να κεραστούν καφέ και να περιπλανηθούν στην έκθεση αντικειμένων. Εγώ είχα προσφέρει στο σύνδεσμο ένα βαθύ ξυλόγλυπτο μοντέρνου αφαιρετικού θέματος, κάποιοι είχαν φέρει δίσκους μεσαιωνικής μουσικής και κάποιος ένα σπαθί με σκαλιστή λαβή κι αστραφτερή λάμα.
Η κοπέλλα με το φερετζέ περιέργάζονταν για ώρα το ξυλόγλυπτό μου κι εγώ από την άλλη το σκαλιστό σπαθί. Μάλιστα το έβγαλα από το θηκάρι και παρατηρούσα προσεκτικά τη λάμα του. Άστραψε η κόψη του στο ημίφως. Αποφάσισα να περιπλανηθώ στη πόλη μέχρι να έρθει η ώρα να πάρω το δρόμο της επιστροφής με το σιδηρόδρομο. Η αλήθεια είναι στις ξένες πόλεις μόνο με χάρτη περιπλανιέμαι και γω δεν είχα, έτσι ζήτησα από το σύνδεσμο κι ανακάλυψα ένα παλιό χάρτη, μή ενημερωμένο. Είχαν αλλάξει οι ονομασίες των οδών, όπως με πληροφόρησαν τα μέλη του συνδέσμου, όμως αυτό δε με δυσκόλευε πολύ, αφού τα ορόσημα καθώς και η ρυμοτομία της πόλης δεν είχαν αλλάξει εδώ κι αιώνες . Εξάλλου ο χρόνος μου ήταν πολύ περιορισμένος ίσα-ίσα που προλάβαινα να μπω μέσα στο Ντομ, το καθεδρικό ναό και να πάρω το δρόμο για τη Deutschebrücke , τη Γερμανική γέφυρα, πριν καταλήξω στο κεντρικό σταθμό.
Τα `χασα στο Ντομ! Δεν ήταν μόνο το τεράστιο ύψος του, το επιβλητικό μεγεθός του, η παλαιότητά του κι η εσωτερική του διακόσμηση με τα υπέροχα, περίπλοκα χρωματιστά βιτρώ. Τα ξυλόγλυπτα, τα σκεύη λατρείας, οι εικόνες, τα αγάλματα , το όργκελ.


Η κατανυκτική ατμόσφαιρατης μεσαιωνικής μουσικής ήταν που με μάγεψε ιδίως, γιατί εκείνη τη στιγμή έκανε πρόβα η χορωδία . Είπα να ανέβω τα σκαλιά προς το πατάρι, μου το απαγόρεψαν κι έτσι έφυγα.
Άρχισε να σουρουπώνει, θέλησα να τραβήξω προς τη γέφυρα του Ρήνου και ξαφνικά μπλέχτηκα με ένα σμήνος ανθρώπων, που έφευγαν βιαστικοί από κάθετες οδούς προς το κεντρικό σταθμό. Ήταν η ώρα που σχολούσαν από τις δουλειές τους, το σούρουπο πήχτωνε και το κρύο γινόταν αισθητό. Για να προφυλαχτώ από την ορμή του πλήθους που έτρεχε να προλάβει τους συρμούς έστριψα σε μια μικρή αδιέξοδη πάροδο. Εκεί στο τέρμα του αδιέξοδου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί μαζί πεσμένοι στα γόνατα σα να έκαναν προσευχή, διέκρινα φερετζέδες . Στο σημείο που άφηναν τα παπούτσια τους είδα το ξυλόγλυπτό μου να στέκεται με τη πλάτη στηριγμένο σ` έναν τοίχο. Αισθάνθηκα κάτι αιχμηρό στο πλευρό μου και στρίβοντας το κεφάλι μου είδα μια λάμα σπαθιού να γυαλίζει . Ήταν το ίδιο σπαθί που είχα περιεργαστεί στο σύνδεσμο. Μου έκανε νεύμα ο μουσάτος που το κρατούσε « Έλα μαζί μου».
Με διαπέρασε ένα ρίγος σ`όλο μου το κορμί. Προσπάθησα να φωνάξω χωρίς να γίνω αντιληπτή , αλλά ένιωσα το σπαθί ακόμη πιο απειλητικό στο σώμα μου. Σκέφτηκα ότι η εγκληματικότητα σ`αυτή τη πόλη δεν είναι και τόσο αυξημένη, κάποιος θα μπορούσε να με προσέξει. Δεν είχα άλλη επιλογή και τον ακολούθησα. Με πήγαινε ακουμπώντας το σπαθί πάνω μου καλύπτοντάς το με το πανωφόρι του. Έκανα νεύμα σ`ένα περαστικό , του έδειξα δίπλα μου, σήκωσε τους ώμους αδιάφορα κι έφυγε. Σταθήκαμε σ`ένα παλιό σπίτι που βρισκόταν παράμερα, σ` ένα σκοτεινό σοκάκι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και στο κενό του κασώματος, από το υπέρθυρο έως το κατώφλι, έπεφτε μια βαριά βελούδινη πράσινη κουρτίνα, σαν αυτές του θεάτρου. Μέσα υπήρχαν μόνο γυναίκες με φερτζέ. Αρχισα να τις μιλώ στη ξένη γλώσσα, έδειχναν να μη πολυκαταλαβαίνουν κι αποφάσισα να συννενοηθώ μαζί τους με νοήματα. Το έβλεπαν ότι ήμουν φοβισμένη και κουρασμένη , μου `δωσαν ένα μαξιλάρι να καθήσω στο πάτωμα, εγώ αρνήθηκα και μου πρόσφεραν τσάι. Το ήπια όρθια. Σε λίγο μπήκε η κοπέλλα με το φερετζέ. «Γιασμίν» μου συστήθηκε κι εγώ προπάθησα να της πω το δικό μου, αλλά με διέκοψε.
Πολλές γυναίκες με φερετζέ πηγαινοέρχονταν στο σπίτι, που έμοιαζε να είναι γι αυτές ένας δημόσιος χώρος. Ίσως κάτι σα τον ελληνογερμανικό σύνδεσμο.
Η Γιασμίν είχε μάλλον κάποια εξέχουσα θέση παρά το νεαρό της ηλικίας της. Από τις κινήσεις της φαίνονταν να έχει μια καλλιέργεια. Δε καταλάβαινα τη γλώσσα τους μα ο τρόπος που μιλούσε ήταν πιο έυηχος, σαν οι λέξεις που χρησιμοποιούσε να έβγαζαν έναν άλλο ήχο. Δε θυμάμαι να κοιμήθηκα πάντως μου φάνηκε πως ξημέρωσε.
Ο μουσάτος με πήρε με ένα παλιό αυτοκίνητο και με μετέφερε σ`ένα μικρό εργοστάσιο, που έμοιαζε με εγκατελειμένο. Το εργοστάσιο βρισκόταν αρκετά έξω από τη πόλη , σ`έναν λόφο με έλατα. Παρόλο που έμοιαζε εγκατελειμένο υπήρχε γραμμή παραγωγής, έβγαιναν ταπετσαρίες για πόρτες αυτοκινήτων διαφορετικών εταιρειών και κάποιες γυναίκες με φερτζέ ταξινομούσαν τα σχέδια και τα χρώματα. Με πήγαν στα γραφεία και με άφησαν εκεί. “Zeichne” (Σχεδίασε), με πρόσταξε ο μουσάτος. Ήταν σα να μου έδινε την εντολή να σχεδιάσω ένα καινούργιο τύπο ταπετσαρίας, για ένα άγνωστο τύπο αυτοκινήτου και για μιαν άγνωστη εταιρεία. Ακόμη και τα εργαλεία σχεδίασης μού ήταν άγνωστα. Προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ μα έκανε πως δεν καταλαβαίνει τη ξένη γλώσσα. Με τα νεύματα ήταν αδύνατο να συννενοηθώ και κοιτούσα τριγύρω μου απελπισμένη, ψάχνοντας έξοδο διαφυγής. Σε λίγο φάνηκε η Γιασμίν. “Zeichne” με πρόσταξε κι αυτή, μόνο που τώρα μου παρέστησε με τα χέρια της το ξυλόγλυπτο.
Ήθελε λοιπόν να της σχεδιάσω το αφηρημένο σχέδιο του ξυλόγλυπτου στις μικρές διαστάσεις ενός μπλογκ ζωγραφικής. Δε μου πήρε πολλή ώρα, της το `δωσα και χαμογέλασε ευχαριστημένη. Δε ξέρω πόση ώρα πέρασε , πόσες μέρες ή πόσοι
μήνες. Ο χρόνος μου φαινόταν άχρονος. Ένιωθα ότι με τη Γιασμίν μας έδενε κάτι κοινό κι αυτό ήταν το σκίτσο μου. Κι εκείνο το χειροκρότημα; Να υπήρχαν άραγε κι άλλα που μας έδεναν; Ξαφνικά το δάσος πήρε φωτιά. Τα δέντρα καίγονταν σα λαμπάδες κι άρχισε ν`απειλείται το εργοστάσιο. Οι εργαζόμενες με τους φερετζέδες έβγαιναν έξω σαν αλαφιασμένες φωνάζοντας,αλλά η Γιασμίν έδειχνε ψύχραιμη. Με πήρε από το χέρι και τρέξαμε μαζί προς τα έξω, προσπαθώντας να διασχίσουμε τους πηχτούς καπνούς. Τρέχαμε ακατάπαυστα ώσπου φτάσαμε σε ένα ξέφωτο γεμάτο παράξενα βράχια. Εκεί αναγνώρισα το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένη η χειρολαβή του σπαθιού.
«Nimm” (Πάρε) , είπε η Γιασμίν κι εγώ προσπαθούσα να ξεκολλήσω από το βράχο ταιριαστά κομμάτια που να μοιάζουν με λαβές. Ανέβαινα ακατάπαυστα μέχρι που έφτασα σε έναν γεωλογικό σχηματισμό σα θρόνο. Κάθησα να ξαποστάσω. Ξαφνικά άρχισαν από τα βράχια να βγαίνουν σύντροφοι από τη ράτσα της Γιασμίν. Κρατούσαν σπαθιά και τα διασταύρωναν σε σχηματισμούς, τάχα να περάσω από κάτω. Εγώ καθόμουν στο θρόνο και έκλαιγα γοερά. «Πρώτη μου φορά κλαίω τόσο πολύ χωρίς λόγο» σκέφτηκα, κι απο το στόμα μου έβγαινε κατ` επανάληψη η λέξη, Mutti, Mutti.
Θυμήθηκα τα τελευταία λόγια μου στο σύνδεσμο:
“Deine Tränne
mußt Du
zussammenteilen …
Anders
Als Fluch
Folgen sie Dir
Die Ausdrücklose Träne”

To δάκρυ σου
να το μοιράζεσαι
σα κατάρα σ`ακολουθεί
τ`ανέκφραστο το δάκρυ...»


Τί μοιραζόμουν λοιπόν με τη Γιασμίν και τους ομόαιμούς της; Να που είχαμε τόσα πολλά κοινά....

«Σας αρέσει το σπαθί;» με ρώτησε σε άπταιστα γερμανικά η κοπέλλα με το φερετζέ.
«Ναι είναι εκπληκτικό το σκάλισμα στη τόσο σκληρή πέτρα» απάντησα.
«Εσείς πάλι σκαλίζετε πιο μαλακά υλικά» και γύρισε προς το ξυλόγλυπτο.
«Θα το πάρω» είπα για το σπαθί, στην εκπρόσωπο του συνδέσμου.
«Κι εγώ» είπε για το ξυλόγλυπτο η άγνωστη κοπέλλα.
Αποχαιρετιστήκαμε μ`ένα χαμόγελο.
Ξαναγύρισα να τη ρωτήσω πώς τη λένε και μου φώναξε απ` το τέλος του διαδρόμου «Γιασμίν»

Έβγαλα από το θηκάρι το σπαθί. Γυάλισε η κοφτερή του λάμα. Πάνω του είχε σκαλισμένα τα λόγια μου , όπως κάνουν οι τεχνήτες στα κρητικά μαχαίρια:
“Deine Tränne mußt Du
zussammenteilen
Anders
Als Fluch
Folgen sie Dir
Die Ausdrücklose Träne”



Πέρασα το σπθί στη ζώνη μου.
«Αν έξι στίχοι μας κρατούν τόσο δεμένους» μονολόγησα «φαντάσου τα δάκρυα τα εκφραστικά».
Έξω νύχτωνε κι έγώ έφτανα στο σταθμό. Έλεγα να προλάβω να δω το Ντομ πριν νυχτώσει, μέχρι να πάρω το τρένο της επιστροφής.
Στο πλευρό μου ένιωσα κάτι αιχμηρό.Aνατρίχισα σύγκορμη...









Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

XIONI

εξαιρετικά αφιερώνεται στη
Μεριλ για το ανάλογο ποστ στο :
http://psavontas.blogspot.com










Η μαύρη μου η γάτα
ξεμυαλίστηκε,
σαν είδε άσπρο χιόνι
δεν κρατήθηκε.




Μια από δω να τρέχει
και μια από κει
τέσσερεις μποτίτσες
ολόασπρες φορεί.





Ποιος είδε τέτοια γάτα
ποιος συνάντησε,
που πόδια είχε μαύρα
και μ’ άσπρο λέρωσε.


Μια από δω τινάζεται
και μια από κει`
ακόμη καμαρώνεται
τις μπότες πως φορεί.



Καθώς στο χιόνι περπατά
σκέφτεται η κακομοίρα:
«δεν μπαίνω και ολόκληρη
να δω μια άσπρη μοίρα;»



Η γάτα μου αρρώστησε,
κι έχει πυρετό.
Τρέχω οπωσδήποτε
να φέρω το γιατρό.

Από τη συλλογή "Ασπρο-μαύρο"

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 5ο

















Όμως να σου κάποτε προσγειώθηκα, εκεί με περίμενε η Σοφία Γ. Μαργαρίτη, η εποπτεία της οποίας ήταν τελείως προαιρετική . Κι εγώ πάντα υποψήφια σε πόρτες, που όλο υποκλίνονταν στα αποτελέσματα του σκαναρίσματός μου εισήλθα στο Φιλοξενείο της.
Η Μαργαρίτη άρχισε να μου μιλά για το Λόγο, το `λεγε στη δική της διάλεκτο Vernuft , έτσι χρειάστηκε να εντρυφήσω και σ` αυτή τη διάλεκτο. Σ` αυτά τα σκαναρίσματα ήμουν επίσης υπέροχη.
Η Κουκουβάγια αυτή παρόλο που χρησιμοποιούσε τη δική της διάλεκτο, που στα χαρτιά λεγόταν μάθηση ξένης γλώσσας, μού μάθαινε αυτή τη ξένη γλώσσα μ` έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Ίσως ήταν η προέλευσή της κι η διαφορετική της κουλτούρα , ίσως ο τρόπος που κι αυτή εποπτεύθηκε από τις δικές της κουκουβάγιες, πάντως εγώ άρχισα πια να μαθαίνω απ` αυτήν κάτι πάρα πολύ σημαντικό για τα κατοπινά μου χρόνια , που στη δική της γλώσσα ονομαζόταν Erfahrung , Εμπειρία.
Η λέξη αυτή δεν αφορούσε το πεπειραμένο τεχνίτη, όπως πολλοί θα υποψιάζονταν. Ήταν μια λέξη που για μένα τότε ήταν κενή περιεχομένου, γιατί απαιτούσε να περάσω σε μιαν άρνηση των όσων μέχρι τώρα είχα μάθει στο Φιλοξενείο. Απαιτούσε δηλαδή να πάρω όλα τα κομμάτια των πληροφοριών που μου είχε διασκορπίσει κι ανακατέψει το Φιλοξενείο και να τα βάλω σε μια ολόδική μου σειρά. Ήταν σα να έφτιαχνα ένα τεράστιο παζλ , όπου ψάχνεις να ξεκινήσεις κυρίως από τα σταθερά σημεία του περιγράμματός του, από τα όριά του . Κι εκεί βρίσκεις τις μεγάλες αντιφάσεις : ποιά να `ναι άραγε η κάτω αριστερή ή η πάνω αριστερή γωνία, που μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους αλλά διαφέρουν κιόλας;
Έτσι άρχισα να εξερευνώ από μόνη μου τα κομμάτια αυτά κάνοντας δοκιμές, αλλά και λάθος τοποθετήσεις. Κι ενώ η όρασή μου έβλεπε σωστό το κομμάτι του παζλ, όταν το τοποθετούσα δεν ταίριαζαν συχνά οι πλευρές του με τα άλλα κομμάτια. Κάθε μέρα ανακάλυπτα ένα μικρό κομμάτι που ταίριαζε , όμως υπήρχαν φορές που το κοίταζα κι από μακριά σκεφτόμενη ξανά και ξανά , αν έχω κάνει λάθος κι αν τελικά έχω ακολουθήσει τη σωστή διαδικασία συναρμολόγησης.
Από το Φιλοξενείο της Μαργαρίτης έφυγα σχετικά γρήγορα, γιατί εκτός από τη διάλεκτο που μάθαινα ως ξένη γλώσσα κι εκτός από το προσανατολισμό να λειτουργώ αναστοχαστικά στο παζλ των εμπειριών μου, δεν είχε άλλα να μου δώσει. Μαζί της όμως μπόρεσα να βρω τις μεγάλες αντιφάσεις που συνδέονταν με τις παραδοχές κατά την αρχική σύλληψη του πλαίσιου του παζλ κι έτσι μια φορά το χάλασα στο όριο και το ξανασυγκρότησα.
Στη συνέχεια μου δόθηκε από το Φιλοξενείο η εντολή να ξεπληρώσω το λογαριαμό της φιλοξενίας μου. Η δική μου φιλοξενία είχε κρατήσει πολύ, αν θα τη μετρούσε κανείς σε ανθρώπινα χρόνια θα λογάριαζε τον αριθμό δεκαοχτώ, ενώ σε χρόνια Κουκουβάγιας ίσως να ήταν μόνο μία μέρα. Δηλαδή στα χρόνια της Κουκουβάγιας ήμουν ακόμη ένα νεογέννητο μωρό.
Εγώ δεν ήξερα πως θα ξεπληρώσω το λογαριασμό, αλλά από ότι ερμήνευα από τα νούμερα ήμουν ήδη υπερχρεωμένη. Από το Φιλοξενείο με συμβούλεψαν: «Μη σε νοιάζει έχεις πολλά εφόδια για να βγεις στην Αγορά εργασίας. Εσύ απλά θα προσδιορίσεις τη τιμή του εμπορεύματός σου …»
Ποιο ήταν το εμπόρευμα και ποια ήταν η τιμή του;

Ετσι απλά έπρεπε να ψάξω για δουλειά, πού θα έβρισκα δε μου το είπαν όμως ήταν βέβαιο ότι έπρεπε να κατεβώ αμέσως τη σκάλα του Μεγάλου Πλάτανου και από τη κουφάλα να ξαναβγώ στο ανθρώπινο Δάσος. Δε περιπλανήθηκα πολύ. Τα εφόδιά μου ήταν πράγματι αρκετά και με την πρώτη ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε δέχτηκαν να αρχίσω να ξεχρεώνω το λογαριασμό του Φιλοξενείου. Μόνο που τη τιμή δεν τη καθόριζα εγώ. Εμπόρευμα λοιπόν ήταν η γνώση μου κι έπρεπε να συγκριθεί και να αξιολογηθεί με άλλες γνώσεις για να καθοριστεί η τιμή της. Μόνο που αυτές δεν ήταν οι γνώσεις του Φιλοξενείου ήταν οι γνώσεις της Αγοράς και σ` αυτό το θέμα είχα πλήρη άγνοια.
Αυτό που καταλάβαινα – με τις αναστοχαστικές διαδικασίες που έμαθα στης Μαργαρίτης - ήταν ότι η Αγορά λειτουργούσε ισοπεδωτικά, προσπαθώντας να εξισώσει διαφορετικά πράγματα και ικανότητες σ` ένα και αφηρημένο πράγμα που λέγεται εργασία και που μετριέται όχι ποιοτικά αλλά ποσοτικά σε εργατοώρες , ημέρες ή γενικά χρόνο απασχόλησης. Εδώ αισθανόμουν σαν ένα άλογο στον ιππόδρομο. Όσο πιο πολύ έτρεχα και όσο πιο δυνατά , τόσο πιο γρήγορα θα ξεπλήρωνα το χρέος του Φιλοξενείου.
Αλλά αυτό με διαχώριζε από τα άλλα άλογα κούρσας της κατηγορίας μου: έπρεπε να διαγκωνίσω τους συναδέλφους μου ; Ακόμη και το μικρό ξανθό αγόρι που ζωγραφίζαμε μαζί στης Ειρηνοποιού και μαζεύαμε μαζί κάστανα από τις καστανιές; Άρχισα να αισθάνομαι απομονωμένη, αποξενωμένη από την ουσία της Εκπαίδευσής μου. Τί πολεμόχαρη Λογική ήταν αυτή που επιβάλλονταν από την Αγορά; Αισθανόμουν ότι η εργασία μού επιβάλλονταν από έξω σαν ένα εξωτερικό χρέος που έπρεπε να ξεπληρώσω, που είχε μια προκαθορισμένη τιμή και που απομακρύνονταν αισθητά από το σκοπό του περάσματός μου από το Φιλοξενείο, να βρω δηλ. τη σωστή λέξη για το ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ.....

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 4ο







Το είδα τέλεια εκείνο το μπαλόνι. Ήταν φουσκωμένο και όμορφα χρωματισμένο. Το μηχάνημα έβγαλε ένα χαρτάκι που έγραφε 19 και 5/10 με άριστα το 20 και με κατέταξαν πρώτη στη λίστα υποψηφίων του Φιλοξενείου, για να εισέλθω στο εξαόροφο κτίριο της Μεσαίας Φιλοξενίας.
Μερικοί προβληματίστηκαν πολύ μ` εμένα –για το χαρτάκι που έβγαλε το μηχάνημα- κι επειδή επέμενε πολύ η κ. Σοφία Δ.Α. Αννίκου –που έλεγαν ότι είχε σπουδάσει στην Αμερική- με έστειλαν σ` ένα ακόμη μηχάνημα. Σκανάροντας αυτό άλλους λαβύρινθους του εγκεφάλου μου έβγαλε ένα άλλο χαρτάκι που έγραφε 100%. Είπανε πως με προόριζαν για το Φιλοξενείο με τους κρεμαστούς κήπους , τα γήπεδα και τα αμφιθέατρα , όμως για να φιλοξενηθώ σ` αυτό έπρεπε να συνοδεύομαι και από ένα άλλο χαρτί , που το έπαιρναν από την Εφορία και έγραφε επάνω διαγωνίως τη λέξη ΕΛΙΤ. Εγώ ήξερα μόνο τις φρυγανιές μ` αυτό το όνομα, τέτοιο χαρτί αυτής της πως τη λένε «Ευφορίας» δεν είχα κι έτσι μ`έστειλαν στο γειτονικό εξαόροφο Φιλοξενείο.
Εδώ πλέον δεν είχαμε μόνο έναν επόπτη ή μία επόπτρια. Οι κουκουβάγιες που επόπτευαν ήταν πολλές, το ίδιο κι οι Σοφ-οικείοι κι έτσι τόσοι και τόσοι που πέρασαν, δεν μου άφησαν όλοι ιδιαίτερες εντυπώσεις, εκτός από μερικούς που θα περιγράψω παρακάτω. Πάντως αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι η ομοιομορφία σ` όλους σχεδόν τους Επόπτες. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που ξεχώριζαν , που ακολουθούσαν ένα δικό τους τρόπο να μας δείχνουν πράγματα και πολύ λίγοι μετρημένοι στα δάχτυλα, μας θύμιζαν –τουλάχιστον σε μένα- το σκοπό που είχα όταν ξεκίνησα την διαμονή μου στο Φιλοξενείο.
Δηλαδή το Φιλοξενείο ήταν ένα σπίτι μετάβασης με απώτερο στόχο να προσεγγίσω το ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ - έτσι το έβλεπα εγώ τουλάχιστον - ενώ οι περισσότεροι επόπτες απλά είχαν σα σκοπό να μας βοηθήσουν στη περιπλάνηση χωρίς σκοπό, ήθελαν δηλαδή να μας δείξουν το Δάσος, μαθαίνοντας μας όμως για το δέντρο μόνο του, τα πουλιά μόνα τους, τα φυτά μόνα τους και τα φυσικά φαινόμενα επίσης μόνα τους. Μου φαίνονταν ότι άρχισαν να ΑΝΑΤΕΜΝΟΥΝ το δάσος στα συστατικά του : μας γέμιζαν με άπειρες πληροφορίες με κάθε λεπτομέρεια, για το κάθε τι που έμοιαζε να αφορά το Δάσος . Ανέλυαν τα δεδομένα , τα διαχώριζαν σε διάφορες κατηγορίες και μετασχημάτιζαν ό, τι είχαμε μάθει με τις αισθήσεις στης κας Ειρηνοποιού, μετατρέποντάς το σε αφηρημένες γενικές έννοιες. Έτσι για παράδειγμα η Καστανιά που είχα στο μυαλό μου έδωσε τη θέση της στη γενική λέξη «δέντρο» και κάθε φορά που ήθελα μιλήσω για τη καστανιά, αντί να φέρνω στο μυαλό την εικόνα της ανακαλούσα μόνο τη λέξη.

Βέβαια δεν μπορώ να πω, σε καθένα από τους ορόφους του εξαόροφου κτιρίου της Μέσης Φιλοξενίας, όλο και κάποια ιδιαίτερη κουκουβάγια συναντούσαμε , πότε τη Σοφία Φ. Βατσικούλη πότε τη Χ. Δημητρούλη , τη Β. Στεργίου, την Φ. Λάππα, τη Φ. Φανού , τη Φ. Κοκκίνου και το Φ. Νικήτα. Αλλά όπως ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη ή μια Λιάνα δεν αλλάζει τη δημοσιογραφία, έτσι και αυτές οι έξι-επτά κουκουβάγιες άφησαν τα ίχνη τους πάνω μου σαν επόπτες και μάλιστα με ιχνηλάτισαν. Θυμάμαι η κ. Βατσικούλη «έγραψε» μέσα μου με το θεώρημα του Bernoulli , η κ. Δημητρούλη με τα πειράματά της και τους αυτοσχέδιασμούς της στους γεωγραφικούς χάρτες, η κ.Στεργίου με τον εποπτικό τρόπο παρουσίασης του DNA, η κ. Λάππα με την ευαισθησία που προσέγγιζε τη ποίηση και τη λογοτεχνία, η κα Φανού με τις επεξηγήσεις της στη Λογική και τη Φιλοσοφία, η κ. Κοκκίνου με την εντρύφηση στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα κι ο κ. Νικήτας με το «απολύτως μέλαν σώμα» και με τη Κοσμογραφία του.
Όλοι αυτοί μας καθοδηγούσαν πάνω στην ήδη δομημένη σκέψη της Διάνοιας, που είχε παραμείνει προσκολλημένη στο αριστοκρατικό ιδεώδες «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» , βάζοντας βέβαια ο καθένας το στίγμα του , που όμως αναπαρήγαγε ένα και μοναδικό πράγμα: την έννοια των αξιακών σχέσεων και της τιμής με ένα εξισωτικό τρόπο, που αξιολογεί, συγκρίνει και συσχετίζει τη γνώση αλλά και τους ανθρώπους , ως ανταλλακτικό εμπόρευμα στην αρένα της εργασίας. Έτσι μας προσανατόλιζαν κι επιλέγαμε ευχαριστημένοι τη «κατεύθυνσή» μας , τελικά προς ποιο σημείο του ορίζοντα θα πάει το πολύχρωμο μπαλόνι του αερόστατου που λέγεται Εκπαίδευση; Αυτό το μπαλόνι που σ` όλα μου τα χρόνια το έβλεπα πεντακάθαρα και το χαρτάκι του μηχανήματος που με σκανάριζε κάθε χρόνο έβγαζε αυξημένο το αποτέλεσμα : 19,1- 19,3-19,5-19,7-19,8-19,9…
Και κείνο το Άλλο, που μας μάθαινε η κ. Φανού; Αυτό που λέγεται Λόγος , που αποτελεί και λόγο της ύπαρξής μας εντέλει, το σκοπό του να βρούμε το ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ , το «πραγματικό Δάσος»;
Μετά το τελευταίο σκανάρισμα της νόησής μου, η διαμονή μου στο Φιλοξενείο παρατάθηκε αυτή τη φορά σε ένα τεράστιο πενταόροφο οικοδόμημα. Με πολλά αμφιθέατρα και εργαστήρια, με έδρανα και από καθέδρας διδασκαλία, με πίνακες γεμάτους μαθηματικά σύμβολα , γεμάτους θεωρήματα φυσικής και μηχανικής , γεμάτους σύγχρονες τάσεις στο τομέα των κατασκευών. Πίνακες που χρειάζονταν ανσανσέρ για να αναρτούν τεράστια ποικιλία συμβόλων και αποδείξεων. Και αδιάκοπο σκανάρισμα πάλι και πάλι κι εγώ συνέχεια να βλέπω όλο και πιο λαμπερό και πιο παραφουσκωμένο το πολύχρωμο μπαλόνι της εκπαίδευσης , που τώρα βρήκε και ούριο άνεμο. Με μένα καθισμένη στο καλάθι του αερόστατου, χωρίς να ξέρω τους χειρισμούς του, πότε ανέβαινα και πότε κατέβαινα βλέποντας ταψί κάτω τον κόσμο .

(Συνεχίζεται..)

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 3ο



















H πολιτεία που φανερώνονταν μπροστά μου είχε μια μεγάλη είσοδο με τη πινακίδα «ΦΙΛΟΞΕΝΕΙΟΝ Η ΓΛΑΥΞ » . Πράγματι υπήρχαν πολλά καταλύματα, σε κάθε ένα από τα οποία υπήρχε η ταμπέλα μιας τουλάχιστον κουκουβάγιας, που απαραιτήτως το πρώτο της όνομα ήταν Σοφία. Κατόπιν ένα αρχικό ειδικότητας (Μ=μαθηματικός ας πούμε) και κατόπιν το πραγματικό της όνομα. Εκτός από τις γυναίκες που ήταν οι περισσότερες υπήρχαν κι άντρες Σοφ-οικείοι οι οποίοι πάλι διαχωρίζονταν με τον ίδιο χαρακτηριστικό τρόπο.
Το Φιλοξενείο αποτελούνταν από αμέτρητα κτίρια, άλλα πολυόροφα (μέτρησα μέχρι και εξαόροφα) , άλλα μονόροφα, διόροφα ή τριόροφα. Άλλα πάλι έμοιαζαν με βίλλες πολυτελείας - με ωραίους κατάφυτους κήπους , γήπεδα και αμφιθέατρα εκδηλώσεων- άλλα πάλι μέσης κατηγορίας κι άλλα τελείως φτωχικά, είτε πέτρινα είτε προκατασκευασμένα. Στις τελείως φτωχές και υποβαθμισμένες συνοικίες του Φιλοξενείου υπήρχαν κάτι παραπήγματα, που έμοιαζαν με τα κουτάκια σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για να ξεντύνονται στο εργοτάξιο , όταν κατασκευάζονταν οι μεζονέτες των γειτόνων μας. Υπήρχαν ακόμη και «Ειδικά» σπιτάκια. Αυτά προορίζονταν για ειδικούς καλεσμένους , που ίσως δεν τα κατάφερναν να έχουν πρόσβαση σε κανένα από τα προηγούμενα σπιτάκια του Φιλοξενείου.
Εγώ συνάντησα ένα όμορφο ξανθό παιδάκι της ηλικίας μου με σγουρά μαλλάκια, που μόλις με είδε μου είπε: «Θέλεις να παίξουμε; » και με τράβηξε κατ` ευθείαν στο πρώτο ισόγειο σπιτάκι που βρήκαμε μπροστά μας, ένα όμορφο πέτρινο με επτά δωμάτια. Έξω από το δικό μας το δωμάτιο βρίσκονταν ήδη η κουκουβάγια μας κ.Σοφία Ν. Βαγγελή. Μια γερασμένη κουκουβάγια με χοντρό κορμό και μεγάλες φτερούγες, που έμοιαζε λίγο με τη γιαγιά μου.
Μείναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί , η κ. Βαγγελή μας μάθαινε τραγουδάκια, ποιήματα και χαρτοκοπτική και συχνά μας έδινε μαρκαδόρους να ζωγραφίσουμε. Ο φίλος μου έπαιρνε πολλές μπογιές μαζί , τις κρατούσε με κλειστή τη χούφτα του κάθετα στο χαρτί και ζωγράφιζε κάτι σα φωλιές, που τα έλεγε «φωλιές πελαργών». Εγώ πάλι ζωγράφιζα σπιτάκια, με πολύ χαμηλές πορτούλες και ψηλά παράθυρα, λες και έμεναν μέσα οι επτά νάνοι και γύρω-γύρω έβαζα χορταράκια, δέντρα, ήλιο και παιδάκια να παίζουν , συνήθως ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Κάποτε αρχίσαμε να βαριόμαστε με τη κ. Βαγγελή, μάθαμε ότι θα πάρει σύνταξη και θα εγκαταλείψει το Φιλοξενείο. Πράγματι τα βήματά της όλο και πιο βαριά γινόταν κάθε μέρα, έδειχνε κουρασμένη σα να θελε κι αυτή να εγκαταλείψει.
Τη θέση της τη διαδέχτηκε η κα Σοφία Ν. Ειρηνοποιού, μια νεότατη κουκουβάγια, που εκτός από πολύ όμορφα τραγουδάκια και σκετσάκια που μας μάθαινε, μας πήγαινε συχνά στο Δάσος να μας δείξει για παράδειγμα τις καστανιές όταν είχαμε να μάθουμε για το κάστανο, ή σ` ένα γιαπί όταν μαθαίναμε για τα σπίτια. Όταν μαθαίναμε για το νερό μας πήγε σ` ένα υγροβιότοπο. Εκεί συνάντησα μερικά κοτσύφια και ξαναθυμήθηκα το σκοπό της περιπλάνησής μου στο Φιλοξενείο. Έτσι αντιλαμβανόμουν ακόμη καλύτερα, ότι η λέξη περιβάλλον ήταν πλέον πέρα για πέρα λανθασμένη κι ότι τουλάχιστον στο δικό μου λεξιλόγιο ονομαζόταν ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ.
Κατόπιν αλλάξαμε γειτονιά , αλλάξαμε σπιτάκι και δεν μπορώ να θυμηθώ τις δύο πρώτες από τις κουκουβάγιες του Φιλοξενείου, τις επόπτριες της Βασικής Φιλοξενίας με το μεσαίο γράμμα Δ. Μάλλον με είχε ταράξει αρκετά το γεγονός αυτό της αλλαγής, καθώς και μιας αρρώστιας που με είχε βρει κι η κουκουβάγια- γιατρός για ένα χρονικό διάστημα μου απαγόρεψε τη παραμονή στο Φιλοξενείο. Πάντως θα πρέπει τα δύο πρώτα χρόνια εκείνα να μου φαίνονταν και πολύ ανιαρά, γιατί όσο ανατρέχω τη μνήμη μου σ` αυτά θυμάμαι μόνο σκοτεινές κουκουβαγο-φιγούρες…
Μόνο τα τέσσερα τελευταία χρόνια της Βασικής Φιλοξενίας τα θυμάμαι καλά, που συνέπεσε να φιλοξενούμαστε με επόπτες δύο Σοφ-οικείους τον Δ. Αντωνίου και τον Δ. Κεράση. Και το λέω αυτό γιατί ο κ. Αντωνίου ήταν τελείως αντίθετος από το κ. Κεράση: ο ένας ευπροσήγορος και γελαστός, ο άλλος κατσούφης κι αυστηρός. Ο ένας τις καλημέρες τις μοίραζε και στα δέντρα, ο άλλος με το ζόρι μόνο στους ενήλικους. Ο ένας χάιδευε όλα τα παιδιά , ειδικά εκείνα που του φαίνονταν αδύναμα ή διαφορετικά . Ο άλλος χρησιμοποιούσε το Βασιλάκη -που ήταν ο πιο μικροκαμωμένος κι αδύνατος- για μοντέλο , για να μας δείξει τα πλευρά του θώρακα. Ο ένας είχε δυνατή φωνή αλλά μας μάλωνε με το καλό , ο άλλος είχε μια πράσινη βέργα τετράγωνης διατομής για να χτυπάει τον Άγγελο και να επιβάλλει τη τάξη. Ο Άγγελος ήταν ένα παιδί που ξεχώριζε για την ενεργητικότητά του και για το σκούρο χρώμα του, αλλά για μας αυτό δεν ήταν φραγμός στα παιχνίδια μας.
Μέχρι τώρα δεν είχα περάσει ποτέ ξανά σε τέτοιου είδους συγκρίσεις , τώρα όμως που τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά με πονάνε βαθιά…
Κάποια στιγμή χρειάστηκε να εξεταστούμε όλοι οι φιλοξενούμενοι για να αξιολογηθεί και να αποφασιστεί αν η φιλοξενία μας στο χωριό της Γλαύκας θα παρατείνονταν κι άλλο, ή όχι. Θα μας έβαζαν να κοιτάξουμε μέσα από ένα μηχάνημα , που θα σκανάριζε τον εγκέφαλό μας. Εμείς δεν καταλαβαίναμε τι θα συμβεί, γιατί στην οθόνη του μηχανήματος βλέπαμε ένα μεγάλο πολύχρωμο μπαλόνι αερόστατου, σαν αυτά που έχουν οι οφθαλμίατροι για να διαγιγνώσκουν τις οφθαλμικές παθήσεις. Όσο πιο ευκρινές αν βλέπαμε το μπαλόνι σήμαινε ότι η φιλοξενία μας στο Φιλοξενείο θα παρατείνονταν επί μακρόν.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...)ΜΕΡΟΣ 2ο




Περίλυπη, δρασκέλισα την αυλόπορτα και χάθηκα μέσα στο δάσος , ήθελα να θάψω το καημένο το κοτσύφι και να σκεφτώ, αν θα μπορούσα να λύσω το ερώτημα, ή μήπως είχε δίκαιο η κα Λιάνα που μιλούσε για συλλογική ευθύνη;
Το δάσος ήταν γεμάτο σκουπίδια. Γύρω μας υπήρχαν σπίτια από αυτά που τα λένε μεζονέτες, οι κάτοικοί τους όμως δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για το δάσος: πετούσαν οτιδήποτε άχρηστο μέσα σ` αυτό , ακόμη και τα παιδάκια τους εκεί πετούσαν τα χαρτάκια από τις σοκολάτες και τις καραμέλες νομίζοντας ότι το δάσος από μόνο του είναι ένας κάδος ανακύκλωσης υλικών. Και βέβαια ανακύκλωνε υλικά το δάσος, έπαιρνε το βλαβερό διοξείδιο του άνθρακα κι έδινε πολύτιμο οξυγόνο, όμως εκείνο το δάσος που θα του πετούσες μπάζα και θα έπαιρνες λουλούδια δεν έχει γεννηθεί ακόμη.
Οι περίοικοι μας μίλησαν μια φορά μόνο, στα τόσα χρόνια που κατοικούν γύρω μας, ζητώντας την οικονομική μας συμμετοχή για να γίνει άσφαλτος ο χωματόδρομος του δάσους. Οι γονείς μου δεν συμφωνούσαν κι έτσι από τότε δεν μας ξαναμίλησαν. Μια ακόμη φορά ζήτησαν από τη μαμά μου να ενοχλήσει το δήμαρχο για να μας περάσουν λάμπες γύρω από το δάσος. Είναι πολύ φοβερό είπαν το δάσος τη νύχτα, οι σκιές των πεύκων μεγεθύνονται και μοιάζουν με κακόβουλους ανθρώπους, ενώ με το φως θα έβλεπαν καλύτερα αν οι σκιές ήταν που τους φοβίζουν ή οι πραγματικοί άνθρωποι. Εγώ στεναχωρήθηκα πολύ που θα βάζαμε λάμπες γιατί έτσι δεν θα μπορούσα πια το βράδυ να βλέπω καθαρά τη Μεγάλη και τη Μικρή Αρκούδα , το Σείριο και τον Άρη, δε θα μπορούσα πια να παρατηρώ τα νεφελώματα και το φεγγάρι.
Μ` αυτούς τους συλλογισμούς έφτασα μέχρι τα Πλατάνια στο ρέμα, που βρίσκεται κάτω από το πευκώνα. Κι εκεί επικρατούσε η ίδια κατάσταση, σκουπίδια κι εγκατάλειψη, κλαδιά σπασμένα και ψησταριές παρατημένες σχεδόν ν` αχνίζουν τα κάρβουνα… Ακαταστασία παντού, η βρύση ήταν ξηλωμένη ,η κούνια που θέλησα να ξαποστάσω είχε κομμένη την αλυσίδα κι η τσουλήθρα ένα επικίνδυνο σίδερο που έχασκε απειλητικό.
Πήρα το κοτσυφάκι μου και το `θαψα σ` ένα κρυφό μέρος, δίπλα στη κουφάλα του μεγάλου πλάτανου. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και ξαφνικά μια κουκουβάγια εμφανίστηκε σκεφτική, κοντοστάθηκε την ώρα που σκέπαζα το πουλάκι με ελαφρύ χώμα και με ρώτησε:
«Θέλεις να σου δείξω το Δάσος»;
«Μα δεν είναι αυτό το δάσος;» τη ρώτησα και μου είπε «Όχι!»
Μ` έπιασε από το χέρι στοργικά, μου χάιδεψε τα μαλλιά κι αισθάνθηκα τόσο ζεστή τη παλάμη της σα να `ταν του μπαμπά μου, όταν έβαζα το μικρό μου παγωμένο χέρι στη τσέπη του παντελονιού του για να μου το ζεστάνει. Η Κουκουβάγια έμοιαζε να χει τη μορφή της μαμάς μου κι έτσι δε παραξενεύτηκα καθόλου, που θα έμενα στο δάσος το σούρουπο, αφού είχα οικείες μορφές να με προστατεύουν.
Τρυπώσαμε μέσα στη μεγάλη κουφάλα του πλατάνου και βρήκαμε μια σκάλα που οδηγούσε στην κορυφή του. Εκεί στη καταπράσινη κορυφή ήταν στημένη ολόκληρη πολιτεία. Γύρισα να κοιτάξω τη Κουκουβάγια μα εκείνη είχε ήδη φύγει. Απ` τη φτερούγα της έπεσε κάτι σαν επισκεπτήριο: Κουκουβάγια Σοφία Ψ. Πυρούνη έγραφε και κάτι άλλα ακατανόητα, Msc και Phd. οf Abc Kollege. Ήταν σα να μου έλεγε, «αν με θέλεις, ψάξε να με βρεις» κι εγώ αποφάσισα να το κάνω.

(Συνεχίζεται...)

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 1ο





Κάποτε έγινε μια μεγάλη οικολογική καταστροφή στη χώρα μου.
Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει οικολογική καταστροφή , αλλά κατάλαβα αμέσως ότι πρόκειται για κάτι πάρα πολύ οδυνηρό, τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα δέντρα και τα ζώα του δάσους.
Θυμάμαι που καθόμουν στο καναπέ του καθιστικού , γιατί δεν είχα τί να κάνω μιας και ήταν ακόμη καλοκαίρι κι έβλεπα στη τηλεόραση κινούμενα σχέδια , όμως κι αυτά ήταν πολύ ανιαρά γιατί όποιο κανάλι και να προτιμούσα επαναλαμβάνονταν το ίδιο πρόγραμμα, με άλλους ήρωες και με μικρές παραλλαγές.
Τα παιδικά προγράμματα σταμάτησαν αμέσως γιατί άρχισαν να βγαίνουν πολλοί δημοσιογράφοι στην οθόνη , σα να είναι κάτοικοι μιας πολυκατοικίας με πολλά παράθυρα. Έδειχναν το χάρτη μιας περιοχής που μοιάζει με πλατανόφυλλο- ή για άλλους με ανοιχτή παλάμη-εγώ θα προτιμήσω την εκδοχή του πλατανόφυλλου και πάνω στο χάρτη φαίνονταν πολλές εστίες φωτιάς σε πολλαπλά σημεία. Έτσι το πλατανόφυλλο, αν και σχηματικό πάνω στο χάρτη έμοιαζε σα τσουρουφλισμένο.
Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, οι μεγάλοι έλεγαν ότι είχαν προκηρυχθεί εκλογές, δηλαδή θα πήγαιναν σε ένα μεγάλο κουτί μια συγκεκριμένη μέρα όλοι μαζί και θα έριχναν μέσα του ένας-ένας κάποιο χαρτάκι , πάνω στο οποίο θα έγραφαν ποιόν προτιμούν για αρχηγό της χώρας. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι χρειαζόταν να υπάρχει αυτός ο αρχηγός, αφού όπως άκουγα τους δημοσιογράφους στη τηλεόραση , ο ένας υποψήφιος αρχηγός έριχνε κατηγορίες στον άλλο υποψήφιο, ότι εκείνος φταίει για το κακό που βρήκε τη χώρα με τις φωτιές.
Οι δημοσιογράφοι μιλούσαν μια περίεργη γλώσσαα, όπως και οι «αρχηγοί» και το μόνο που μπορούσα εγώ να καταλάβω αρκετά ήταν πως δεν αγαπούσαν αυτό το πράγμα που λέγεται περιβάλλον. Δεν ξέρω τι εννοούσαν με τη λέξη αυτή, κάτι που μας περιβάλλει, που είναι έξω από μας. Ένιωθα ότι η λέξη δεν προσδιόριζε ακριβώς αυτό που ήθελαν να πούνε, γιατί το συναρτούσαν με το δάσος κι εγώ που το σπίτι μου βρίσκεται ακριβώς στη κορυφή ενός λόφου ανάμεσα σε δύο πευκώνες έβλεπα ότι περιέχονταν μέσα στο δάσος , αφού ο φράχτης μας άγγιζε τα κλαδιά των πεύκων και τις πευκοβελόνες. Έτσι σκέφτηκα πως η πιο ταιριαστή λέξη για το περιβάλλον θα ήταν ίσως η λέξη ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ, αυτό που με περιέχει.
Οι δημοσιογράφοι μιλούσαν ακατάπαυστα χωρίς να πολυκαταλαβαίνω, όμως οι εικόνες που μεταδίδονταν από το ένα κανάλι στο άλλο έφταναν για χίλιες λέξεις γιατί ήταν πολύ τρομακτικές: τα σπίτια πολλών χωρικών- που κι αυτά όπως το δικό μας ακουμπούσαν στο δάσος-άρχισαν να παίρνουν φωτιά. Το δάσος καιγόταν από τεράστιες φλόγες , που σα πύρινες γλώσσες κατάπιναν στο διάβα τους οτιδήποτε είχαν κατασκευάσει οι άνθρωποι. Αυτοί πάλι μέσα στην απελπισία τους δεν αντιλαμβάνονταν ότι διακινδύνευαν τη ζωή τους και προσπαθούσαν με κάθε πρόσφορο μέσον –κλαδιά, κουβάδες με νερό, χώμα , αυτοσχέδια πυροσβεστικά με τρακτέρ και ντεπόζιτα- να σβήσουν τη φωτιά. Τους περικύκλωναν τεράστιες φλόγες και αποπνικτικοί καπνοί, οι πυροσβέστες αργούσαν τόσο πολύ και στο τέλος, άνθρωποι και ζώα, σπίτια και δέντρα έγιναν η τροφή της φλόγας…

Ήμουν πάρα πολύ στεναχωρημένη κυρίως γιατί έβλεπα ότι και το δικό μου σπίτι κινδυνεύει άμεσα, όπως και η ζωή μου κι αναρωτιόμουν αν κάποιος ήταν υπεύθυνος για όλα αυτά που συνέβαιναν. Μια δημοσιογράφος, που φαινόταν να μιλά κάπως διαφορετική γλώσσα από τους υπόλοιπους, η κα Λιάνα μίλησε για συλλογική ευθύνη , καθώς έβγαινε σα το κούκο από ένα παράθυρο. Και όπως το ξέρω πολύ καλά, ότι ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη - αυτό το χω παρατηρήσει κάθε φορά που ακούω το πρώτο κούκο έρχεται συχνά πάλι κακοκαιρία μέχρι να σταθεροποιηθεί ο καιρός- κατάλαβα ότι μόνη της η κα Λιάνα δεν θα μπορούσε να φέρει την άνοιξη στα τηλεοπτικά μέσα, αν άλλοι όμοιοί της δεν την ακολουθούσαν.
«Εθνικό πένθος» έλεγε η τηλεόραση κι εγώ άκουσα ένα περίεργο θόρυβο στην αυλή σα κάτι να έσπασε, σα κάτι να χτύπησε με ορμή σ` ένα τζάμι. Βρήκα ένα μεγάλο κοτσύφι τραυματισμένο στη φτερούγα να χαροπαλεύει κι όσο κι αν προσπάθησα με ξυλαράκια να τη σταθεροποιήσω και να του δώσω λίγο νεράκι να πιεί, αυτό έχασε τη μάχη με τη ζωή και ξεψύχησε στα χέρια μου. Σα να ήταν συμβολικός ο θάνατος του κοτσυφιού άρχισα να αναρωτιέμαι ποιος να φταίει γι αυτόν.
Οι γονείς μου είχαν φτιάξει με πάρα πολύ κόπο ένα σπίτι ανάμεσα στους δύο πευκώνες, με ένα όμορφο τζαμωτό που αντιφέγγιζε τον ουρανό και το δάσος. Πάνω στο τζαμωτό αντικατοπτρίζονταν τα στοιχεία της φύσης κι αυτός ο κατοπτρισμός έπαιζε το ρόλο μιας «εικονικής πραγματικότητας» για τα πουλιά: αυτά νόμιζαν ότι το λαμπερό τζάμι είναι προέκταση του ουρανού ή του δάσους και χτυπούσαν μερικές φορές με φόρα πάνω του. Ο πατέρας μου είχε συχνά διασώσει τέτοια τραυματισμένα πουλιά, αλλά εγώ φαίνεται ήμουν πολύ μικρή ακόμη για να ξέρω πώς να το κάνω κι έτσι έχασα το πουλάκι μέσα από τα χέρια μου…
Άραγε έφταιγαν οι γονείς μου που έφτιαξαν αυτή την εικονική πραγματικότητα για τα πουλιά, έφταιγαν αυτά που έπεφταν επάνω αφηρημένα, ή εγώ που δεν ήξερα να τα σώσω;

(Συνεχιζεται...)

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΑΝΑΡΤΟΥΜΕΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ






















Με αφορμή κάποιο κείμενο που αναρτήθηκε σε ιστοσελίδα λογοτεχνικού περιεχομένου http://www.logokipos.gr/portal/html/ και το λίγο καυστικό μου σχόλιο, θα ηθελα να επισημάνω τα εξής:
Τόσο στις ιστοσελίδες λογοτεχνικού ενδιαφέροντος , όσο και στα μπλόγκς λογοτεχνικού περιεχομένου, επειδή το αρχικό αίτημα των συμμετεχόντων σ`αυτά είναι η ποίηση ή η λογοτεχνία εν γένει, καλό είναι να είμαστε και λίγο προσεκτικοί αναφορικά με τις αναρτήσεις που επιδιώκουμε.
Αυτό το ζητούμενο δεν επιλύεται με μια μονολεκτική απάντηση , αλλά ανακύπτουν προς επεξεργασία τα παρακάτω ερωτήματα:
*Τί είναι λογο-τεχνικό και τί όχι;
*Ποιός είναι ο αρμόδιος να κρίνει το λογο-τέχνημα;
*Ποιά είναι τα κριτήρια με τα οποία θα το κρίνει;
*Σε τί διαφέρουν τα κριτήρια από ποιοτική και ποσοτική άποψη;

1. Τί είναι λογο-τεχνικό και τί όχι;

Οι περισσότεροι από αυτούς που αναρτούν πονήματα –κι εμού συμπεριλαμβανομένης- δεν έχουμε τη βούλα του καταξιωμένου λογοτέχνη. Μερικοί έχουν πίσω τους μια -δυο ατομικές εκδόσεις, άλλοι βραβεία από λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, άλλοι συμμετοχές μόνο σε ιστοσελίδες και φόρα κι άλλοι αναρτούν για πρώτη τους φορά . Μερικοί έχουν πίσω τους σπουδές στη λογοτεχνία κι εμμένουν να αποπειρώνται λογοτεχνικά, άλλοι πάλι δεν έχουν καμιά σχέση με την λογοτεχνία ως αντικείμενο σπουδών. Σκοπός πάντως όλων μας είναι να δούμε πώς αντιλαμβάνονται οι άλλοι τη δική μας πραγματικότητα , γιατί σίγουρα κάθε κείμενο/ποίημα είναι κομμάτι από μας, μέρος του τρόπου που εμείς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Έτσι λοιπόν ξεφεύγουμε από αυτόν καθ` εαυτόν τον ορισμό του λογοτεχνήματος ως ολότητα και βαδίζουμε στη κατηγορία του λογο-τεχνήματος, δηλ.λόγου που αποπειράται να γίνει τεχνικός , ν`αποκτήσει δηλ. λογοτεχνική υπόσταση.
Αν όμως λογοτεχνία σημαίνει πριν και πάνω από όλα τέχνη του λόγου στο ευρύτερο πλαίσιο της γραμματείας (των γραμμάτων, όπως μεταφράζουν οι ξένοι, ακολουθώντας την ορολογία των αλεξανδρινών γραμματικών), η τέχνη αυτή υπόκειται και στον κριτικό λόγο, που σίγουρα ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της γραμματολογίας, διατηρώντας βέβαια τα διακριτικά του χαρακτηριστικά τόσο ως προς τον τελικό του στόχο, όσο και ως προς τον εκφραστικό του τρόπο.
Από την άλλη πάλι οτιδήποτε αποπειράται να γίνει λογοτεχνικό , μπορεί να είναι τελείως ξεκομμένο από την οργανωμένη αφήγηση;
Μπορεί να υπάρξει μια λογοτεχνία που, ας το πούμε έτσι, γεωμετρεί το χάος του μεταμοντέρνου, κατακερματισμένου σύμπαντος, που αντιπαραθέτει κομμάτια αυτού του σύμπαντος με τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει η αίσθηση μιας, έστω δυσδιάκριτης, καινούργιας νοηματικής δομής;

2. Ποιός είναι ο αρμόδιος να κρίνει το λογο-τέχνημα;

Τη στιγμή που αναρτούμε στο διαδίκτυο , θεωρούμε ότι αυτοί που κρίνουν τα λογο-τεχνήματά μας ανήκουν στην ίδια κατηγορία με μας. Δηλ. οι κρινόμενοι γίνονται κριτές και το ανάποδο. Επομένως δεν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς αυτό αρμόδιοι κριτές είμαστε όλοι μας , που αντιλαμβανόμαστε ότι το αναρτημένο έιδος αφού αναρτάται έχει χρεία κριτικής.

3. Ποιά είναι τα κριτήρια με τα οποία θα το κρίνει;

Τα κριτήρια είναι λοιπόν καθαρά υποκειμενικά και χαρακτηριστικά του κάθε κριτή: εξαρτάται από την παιδεία του, τα διαβάσματά του , τα γραφτά του και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το κόσμο.
Αν είναι ποιοτικά ή ποσοτικά είναι επίσης ένα ερώτημα:
Μπορεί να λάβει ως κριτήριο την εγκυρότητα και αξιοπιστία, δηλ. το κοινά αποδεκτό; Τότε μετρά με τα ποσοτικά χαρακτηριστικά και παραπέμπει κατά κόρον στα σημερινά αγοραία κριτήρια της έντυπης
λογοτεχνίας. Δεν πουλάει, μένει στο ράφι του βιβλιοπωλέιου για περισσότερο από ένα χρόνο; Τότε αυτόματα πηγαίνει για ανακύκλωση ή θάβεται στα στοκατζίδικα.
Μπορεί να λάβει ως κριτήρια:
 Τη δυνατότητα να κατανόησης
 Την ολοκληρωμένη δομή
 Την αίσθηση της πρωτοτυπίας
 Την υψηλή αισθητική αλλά μέσα από απλούς τρόπους («φιλοκαλούμεν μετ`ευτελείας») τότε μετρά με ποιοτικά χαρακτηριστικά, και παραπέμπει ίσως στα ράφια των βιβλιοπωλέιων που φιλοξενούν τ`αζήτητα...

4. Σε τί διαφέρουν τα κριτήρια από ποιοτική και ποσοτική άποψη;

Άρα λοιπόν άλλο το πλαίσιο αναφοράς όταν μιλάμε για ποιότητα κι άλλο όταν το ζητούμενο είναι το αγοραίο, που μπορεί και να μην είναι καν ωραίο.

Ο τελείως ασύνδετος λόγος όμως, όπου κανείς παίρνει ένα κομμάτι χαρτί και χορεύει πάνω του λέξεις, μια στο καρφί και μια στο πέταλο , δεν νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί ούτε αγοραίος ούτε ...ωραίος, γιατί δεν παράγει νόημα. Δηλ.οι τοποθετημένες λέξεις στη σειρά χρειάζονται , χρησιμεύουν στην παραγωγή νοήματος. Αν δεν κάνουν νόημα τότε δεν είναι λόγος , άρα δεν περιέχει επιταγές επικοινωνίας. Βέβαια αυτό εξαρτάται από το πολιτισμικό πλαίσιο.
Αν σήμερα οι καιροί έχουν ξεφύγει τόσο και δεν μπορώ να τους παρακολουθήσω τότε ίσως και να σφάλλω. Μα δεν μπορώ να δεχθώ ότι η γλώσσα έπαψε να ναι πια κώδικας. Και κώδικας σημαίνει επικοινωνία.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)



















Μ` αυτές τις σκέψεις μπήκαμε επιτέλους σε κάποιο σπίτι , του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν είχε τέτοιες προκαταλήψεις. Ήταν ο Κάρλ , που είχε σπουδάσει ιατρική στην Ελλάδα στη δεκαετία του `80. Στο πρόσωπό του αναγνώρισα εκείνον τον Κάρολο, το νεαρό φοιτητή με το μούσι, που κι εκείνος είχε βοηθηθεί από μερικούς συμφοιτητές του, που δεν είχαν τότε προκαταλήψεις. Να λοιπόν, που το να αισθάνεται κανείς ίσος σ` οποιοδήποτε τόπο, δεν είναι και καμιά δύσκολη υπόθεση ! Το μόνο που στοιχειωδώς χρειάζεται είναι να γίνει αποδεκτή πέρα για πέρα η διαφορετικότητα του άλλου ως πρόσωπο, έξω από προκαταλήψεις , ετικέτες , ταμπέλες, ταμπού. Τόσο ο Κάρλ, όσο και ο Μπιλού, ο Λατίφ, ο Ιμπραήμ ή ο Στηβ είναι πολίτες αυτού του κόσμου ανεξάρτητα από την εθνικότητα, τη κοινωνική προέλευση ή τη θρησκεία.
Έτσι και `μεις γίναμε αποδεκτοί σαν ίσοι στο σπίτι του Καρλ και το νοικιάσαμε στο άψε-σβήσε γλιτώνοντας και τα μεσιτικά της εταιρείας ενοικάσης ακινήτων.
Από τον Καρλ μπορέσαμε να πληροφορηθούμε πολύ χρήσιμα πράγματα ,που αφορούσαν τη καθημερινή μας διαβίωση στη Στουτγκάρδη. Πώς να κυκλοφορούμε με τον υπόγειο, τα δρομολόγια του τραμ και των λεωφορείων, τα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων, τους χώρους ψυχαγωγίας. Αισθανόμασταν ότι ήδη είχαμε έναν δικό μας άνθρωπο κι ας μην ήταν ομόαιμός μας, αρκεί που μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, κι ας φαίνονταν από τη προφορά μας ότι είμαστε αλλοδαποί.
Ξεκινήσαμε τις πρώτες μέρες δουλειάς στην εταιρεία. Αρχικά χρειαζόταν να κατατοπιστούμε χωρικά. Τα ακίνητα που αναλαμβάναμε για επισκευές ήταν διασπαρμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και η πόλη δεν ήταν μικρή. Για μας ήταν εύκολο να προσανατολιστούμε. Με τους χάρτες που διέθετε η εταιρεία γρήγορα εντοπίσαμε τα ορόσημα της πόλης κι έτσι μετακινούμασταν με ευκολία σ` οποιοδήποτε σημείο της.
Στην ίδια την εταιρεία είχαμε ακόμη ως όνομα το χαρακτηριστικό της καταγωγής μας, όταν κάποιοι αναφέρονταν σε μας έλεγαν «οι Έλληνες». Αυτό δεν μας πείραζε ιδιαίτερα , δεν είχαμε κάποιο εσωτερικό πρόβλημα με την καταγωγή μας , όμως ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος διαχωρισμού μας. Σα να μην είχαμε όνομα , σα να ηχούσε περιττό .
”Ruf mal die Griechin” (φώναξε την ελληνίδα) είπε ο ιδιοκτήτης σε κάποιον υπάλληλο, κι εγώ από το γραφείο μου διόρθωσα «Adriana». Έτσι έμαθε επιτέλους το όνομά μου, το οποίο του είχε τελικά διαφύγει , γιατί το μόνο που είχε κάνει σε σχέση με τη σύμβασή μου ήταν να την υπογράψει. Την έδωσε στον οικονομικό σύμβουλο της εταιρείας για να τη συντάξει .
Γρήγορα εγκλιματίστηκα στην εταιρεία, το ίδιο κι ο άντρας μου. Ο καθένας μας ανέλαβε και διαφορετικό μέρος της δουλειάς, εγώ έψαχνα προσφορές από τα συνεργεία , ο σύζυγος συντόνιζε τις δουλειές στα εργοτάξια.
Μια μέρα ο άντρας μου ήρθε στη εταιρεία πανιασμένος, κρατώντας μια εφημερίδα στα χέρια του . Με κοιτούσε σα χαμένος.
«Μεγάλος σεισμός 7,2 Ρίχτερ έπληξε την Ελλάδα» έλεγε με μεγάλους τίτλους η Die Zeit Zeitung.
«Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η ώρα», είπα από μέσα μου, μιας και η Τσάϊτ (Χρόνος) δημοσίευσε πρώτη το δυσάρεστο νέο. Τώρα δεν είχαμε τίποτε να μας κρατάει στη Στουτγκάρδη. Ο σεισμός έπληξε τη περιοχή μας και το μόνο μας μέλημα εκείνη την ώρα ήταν να φύγουμε πίσω στη πατρίδα. Εκεί «οι δικοί» μας άνθρωποι θα υπέφεραν για καιρό. Εμείς οι μηχανικοί είμαστε απαραίτητοι όσο ποτέ σε μιαν τέτοια ώρα. Τα κλιμάκια που θα οργανωθούν για το στήσιμο των πρώτων καταυλισμών, για τον απεγκλωβισμό των καταπλακωμένων, για τη πρόχειρη υποστύλωση των υπό κατάρρευση κτιρίων, για τις γρήγορες καταγραφές των ζημιών, για την πρόταση μέτρων προστασίας και επισκευών στα επικίνδυνα κτίρια, ζητούσαν τη συνδρομή μας. Η συνήθης πρακτική είναι να ζητούμε τη βοήθεια και από άλλες χώρες, σε τέτοιες απρόβλεπτες καταστάσεις από φυσικές καταστροφές. Η Ελλάδα που μας έδιωξε με την ανεργία μας χρειάζεται. Κι εμείς τη χρειαζόμασταν πάλι ως πατρίδα, να νιώσουμε πιο οικείοι σε ένα δικό μας τόπο.
Πήραμε το αεροπλάνο της επιστροφής. Τραντάχτηκα ολόκληρη όταν πέσαμε σ` ένα κενό αέρος και μου φάνηκε ότι ξύπνησα από ένα βαθύ ύπνο.

« Η εφημερίδα σας» μου είπε η συνεπιβάτης μου. Σας έπεσε ενώ κοιμόσασταν. Δεν ήταν η Τσάϊτ παρά μια τοπική εφημερίδα και δεν είχε σε πηχαίους τίτλους καμία είδηση για σεισμούς ή παρόμοιες θεομηνίες. Κι εγώ δεν επέστρεφα από τη Στουτγκάρδη αλλά προορισμός μου ήταν η Αθήνα.
Άρχισα να συνειδητοποιώ τη πραγματικότητα. Ώστε δεν ήμουν άνεργη μηχανικός ; Δεν εργαζόμουν εκτός Ελλάδας ; Ναι τώρα άρχισα να θυμάμαι!
Με αφορμή τη συναυλία του γιού μου μέσα στα πλαίσια του προγράμματος για Νέους κιθαριστές πήγαινα στην Αθήνα, να τον απολαύσω στη συναυλία που θα δίνονταν στο Μέγαρο Μουσικής. Η εφημερίδα είχε ανακοίνωση του προγράμματος κι εγώ περήφανη μητέρα διάβαζα το όνομά του ανάμεσα στους συμμετέχοντες.
Στα ψιλά, πολύ ψιλά γράμματα της εφημερίδας υπήρχε και μια ανακοίνωση της προέδρου της ελληνικής παροικίας του Αμβούργου, που καλούσε τους Έλληνες της παροικίας να συμμετάσχουν στο συνέδριο του Απόδημου Ελληνισμού που θα γινόταν στην Αθήνα, το ίδιο χρονικό διάστημα με τη συναυλία. Στους ομιλητές περιλαμβάνονταν και η πρόεδρος της παροικίας η κα Πέπη Κασσαρίδου, μια ικανή και δραστήρια ελληνίδα, πόντια στη καταγωγή , της οποίας παραθέτονταν το πλούσιο βιογραφικό .
Και πράγματι είχε πολύ σημαντική δραστηριότητα στη παροικία. Δαιμόνια επιχειρηματίας στο χώρο της πληροφορικής ανέδειξε ιδιαίτερα το ελληνικό στοιχείο στη πόλη της με πλήθος δραστηριοτήτων και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Πρόσφατα είχε αναπτύξει μια καινοτομία στο κλάδο της πληροφορικής αξιοποιώντας κάποια προγράμματα για αλλοδαπούς επιχειρηματίες. Παρά την εικοσιπενταετή παραμονή της στη Γερμανία και τη πετυχημένη καριέρα της εξακολουθούσε να λογίζεται ως αλλοδαπή.
«Να σας συστηθώ» μου είπε η συνεπιβάτης μου: «Κασσαρίδου Πέπη λέγομαι κι έρχομαι από το Αμβούργο». Τη κοίταξα σαν αποσβολωμένη!
«Μόλις διάβασα για σας» είπα και της έδειξα τα ψιλά της εφημερίδας.
Αμέσως γίναμε φίλες. Σα να γνωριζόμασταν από παλιά, σα να καθόμασταν κάποτε στο ίδιο θρανίο. Κι ήταν μόνον η διπλανή μου συνεπιβάτης σ` αυτή τη πτήση.
«Πειράζει να σε λέω...διπλανάκι; » της είπα αστειευόμενη καθώς προσγειωνόμασταν.
Μέσα σε λίγη ώρα μου ήρθαν τα πάνω- κάτω στο χώρο της «συνειδητοποίησης» αναφορικά με τη μετανάστευση. Εγώ ποτέ δεν είχα ασχοληθεί μ` αυτό το θέμα.
Αρκούσαν μόνο δυο αράδες στα ψιλά της εφημερίδας , ένα « χαίρω πολύ» στο αεροπλάνο και η ανάμνηση του θείου Μιχάλη , που ήταν ο μοναδικός Μετανάστης της οικογένειας για να συνειδητοποιήσω, ότι εν δυνάμει κάποτε μπορεί όλοι μας να γίνουμε μετανάστες.
Ενδέχεται να μας διώξει η πατρίδα, ο πόλεμος , η κακιά μας τύχη, μπορεί να γίνει από επιλογή μας, από ανάγκη, από φυσικές καταστροφές και θεομηνίες.
Μετανάστες μπορεί να λογιζόμαστε στις χώρες υποδοχής μας , ακόμη κι αν ζήσουμε σ` αυτές για το υπόλοιπο της ζωής μας.
Πολίτες του κόσμου είμαστε όλοι εν τέλει , ενός άνισα κι άδικα κατανεμημένου κόσμου τόσο χωρικά , εδαφικά όσο και οικονομικά ,πληθυσμιακά, πολιτιστικά ή ό, τι άλλο , που μέσα από απρόβλεπτες κι ανεξέλεγκτες καταστάσεις μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο ακόμη και να λιμοκτονούμε.
Φοβάμαι ότι κάποτε όλοι μας θα βρεθούμε μπροστά στο κορυφαίο ερώτημα: όχι πόσες μετάνοιες κάναμε, ή πόσα κομποσχοίνια μετρήσαμε, μα αν δώσαμε νερό στο διψασμένο, φαγητό στο πεινασμένο, φάρμακο στον άρρωστο , στέγη στο πληγέντα και υποδοχή στο μετανάστη.

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 6ο)

















Έτσι αλλάξαμε γραμμή πλεύσης κι αρχίσαμε να ψάχνουμε στις αγγελίες των εφημερίδων για δουλειά , που θα είχε μια πιο ευοίωνη προοπτική για μας. Τεχνικές εταιρείες στο εξωτερικό ζητούσαν νέους συναδέλφους για να στελεχώσουν με προσωπικό περιοχές κυρίως των αραβικών χωρών, όπου γίνονται πρωτίστως έργα υποδομής. Στελέχη της ηλικίας μας απορρίπτονταν εκ των προτέρων , «εμπειρία έχετε μεν , αλλά εμείς θέλουμε νέους για να υπάρχει και προοπτική συνεργασίας για πολλά χρόνια». Η αλήθεια είναι ότι εμείς θέλαμε μια πενταετία ακόμη μέχρι τη σύνταξη, κλείνοντας τη τριακονταπενταετία. Γι` αυτό μας κέντρισε το ενδιαφέρον μια αγγελία που ζητούσε έμπειρους μηχανικούς στη Στουτγκάρδη από μια εταιρεία αξιοποίησης ακινήτων.
Η εταιρεία αγόραζε παλιά σπίτια στην ευρύτερη περιοχή της μεγάλης πόλης και αφού τα επισκεύαζε, τα πουλούσε ως μονοκατοικίες πολυτελείας σε εταιρείες ή πλούσιους κατοίκους. Η πρόταση αυτή μας φάνηκε δελεαστική. Εξάλλου θα ήταν μια ευκαιρία να επανασυνδεθώ πάλι με τη φίλη μου τη Πέπη , η οποία όμως δραστηριοποιούνταν στο Αμβούργο, σε πολύ μεγάλη βέβαια απόσταση από την έδρα της εταιρείας , που μας ενδιέφερε. Επικοινωνήσαμε μαζί τους , η γερμανική γλώσσα ήταν απαραίτητη , ευτυχώς τη γνωρίζαμε κι οι δύο κι έτσι αποφασίσαμε να ξενιτευτούμε.
Στην αρχή μας φαίνονταν πολύ παράξενη η απόφαση που πήραμε στα πενήντα τρία μας χρόνια, να εγκαταλείψουμε την Ελλάδα που μας εγκατέλειψε.
«Έχετε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια;» μας έλεγαν φίλοι και γνωστοί. «Πού θα πάτε τώρα σε μια χώρα άγνωστη , με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και κουλτούρα, με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο λειτουργίας;»
«Εντάξει» λέγαμε, «δεν είναι και η...Τανζανία, στη Γερμανία θα πάμε. Πολίτες της ευρωπαϊκής ένωσης είμαστε, είναι συνηθισμένες οι ανταλλαγές ευρωπαίων πολιτών, ιδιαίτερα μάλιστα επιστημονικού προσωπικού.»
Όχι ότι ήταν κι εύκολο! Από τη πρώτη στιγμή έπρεπε να περάσουμε ένα σωρό από διατυπώσεις , να κάνουμε γνωστή δηλαδή τη παρουσία μας στη χώρα ως αλλοδαποί. Έπρεπε να συμπληρώσουμε ένα σωρό από έντυπα και δηλώσεις τα οποία ενημέρωναν τη πρεσβεία, τα προξενεία και την αστυνομία , ότι πλέον κατοικούμε προσωρινά σ` αυτή τη χώρα.
Η εταιρεία ακινήτων που θα εργαζόμασταν μας δέχτηκε καλά , με μεγάλη τους χαρά θα έλεγα, αφού οι μισθοί μας θα ήταν λίγο μεγαλύτεροι από αυτούς στην Ελλάδα , αλλά για τα δεδομένα της Γερμανίας ήταν μόνον οι μισοί, που αντιστοιχούσαν σε παρόμοιας εμπειρίας προσωπικό.
Σκεφτήκαμε , πως το ζήτημα της διεκδίκησης μεγαλύτερου μισθού προς το παρόν δεν μας απασχολούσε, αν και ήταν κάτι το οποίο θα μας δέσμευε στη διετή σύμβαση που μόλις είχαμε υπογράψει. Σημαντικότερο για μας στη παρούσα φάση ήταν να εγκλιματιστούμε στη νέα κατάσταση και να βρούμε γρήγορα ένα σπίτι , πράγμα που μας δυσκόλεψε.
Η εταιρεία μας σύστησε κάποια θυγατρική της που δραστηριοποιούνταν στην ενοικίαση ακινήτων , κι έτσι αποταθήκαμε αμέσως εκεί. Μας ξεκαθάρισαν αμέσως για το υψηλό ποσοστό της μεσιτείας που θα εισέπρατταν, όταν θα μας έβρισκαν το διαμέρισμα που χρειαζόμασταν. Στο μεταξύ αρχίσαμε να ψάχνουμε κι από μόνοι μας.
«Φάγαμε πόρτα» που θα `λεγαν και τα παιδιά μας, από αρκετούς στους οποίους αναζητήσαμε σπίτι. Άλλοι μας ζητούσαν υπέρογκα ποσά, που δεν θα μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε οικονομικά , ενώ άλλοι μας το `λεγαν πιο καθαρά , ότι αλλοδαπούς δεν δέχονται. Μόλις δηλώναμε ότι είμαστε από την Ελλάδα, με χαμόγελο στα χείλη μας απαντούσαν, πως η χώρα μας είναι καλή μόνο για διακοπές.
Αυτή ήταν η εικόνα της πατρίδας μας στο εξωτερικό; Καλά εμείς δεν είμαστε εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Δεν είμαστε ίσοι; Δεν μας βλέπουν ως όμοιούς τους πολίτες ; Και τότε, ποιός είναι ο ρόλος μας στην Ευρώπη;
Μήπως τελικά η εικόνα αυτή, που μόρφωσαν οι ευρωπαίοι εταίροι για μας , ήταν η δική μας εικόνα, ο τρόπος που εμείς βλέπουμε τα πράγματα και τώρα είχαμε το καθρέφτη απέναντί μας, που ξεμπρόστιαζε το δικό μας «image» ;
Θυμήθηκα τη Μόνικα. Πόσες φορές δεν πληγώθηκε από νεαρούς της παρέας μας , όταν την ξεφώνιζαν «faschisten-faschisten» έτσι για πλάκα , χωρίς να γνωρίζουν τίποτε γι` αυτήν ,της φορούσαν μια ωραία ταμπέλα, που είχε προέλθει από το τρόπο με τον οποίο τους μεγάλωσαν οι γονείς τους. Κι η Μόνικα τους κοιτούσε αγριεμένη, χωρίς να το δηλώσει , γιατί η κουλτούρα της δεν της το επέτρεπε, ότι ήταν μέλος του Deutsche Kommunistische Partei !
Να λοιπόν τώρα είχαμε μπροστά μας το ίδιο πρόβλημα, φαινόταν ότι δεν είχαμε ξεπεράσει το μύθο της «Ψωροκώσταινας» , ή εκείνον της χώρας της ανεμελιάς, του άπλετου ήλιου και της γαλάζιας θάλασσας , που όμως διώχνει ακόμη και τους ελάχιστους εναπομείναντες τουρίστες της , προσπαθώντας να τους ληστέψει ακόμη και στο ταξί κατά τη διαδρομή «Ακρόπολη-Θησείο».
Φαινόταν, ότι ο μύθος του Έλληνα μετανάστη, του αλλοδαπού , του πολίτη της δεύτερης κατηγορίας, που δεν ενσωματώνεται στη χώρα υποδοχής, μάς ακολουθούσε. Μήπως τελικά γι αυτό η Χίλντε δεν κατάφερε να μάθει παρά μόνο τρεις λέξεις στα ελληνικά; Μήπως τελικά γι αυτό ο ξάδελφός μου ο Ζωρζ έχει ξεχάσει το πενήντα τοις εκατό της ελληνικής καταγωγής του;
Έλεγα πώς πρώτοι εμείς χρειάζεται να πιστέψουμε , ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει πια ένα ευρωπαϊκό πρόσωπο, που όμως πρώτοι εμείς δεν θέλουμε να το αποδεχτούμε:
Όταν η ευρωπαϊκή Ένωση μας επιδοτεί για να κάνουμε δίκτυα ύδρευσης, εμείς κοιτάμε να κατασπαταλήσουμε τα χρήματα με δόλιους τρόπους. Όταν επιδοτούμαστε να δώσουμε κίνητρα στο τουρισμό, να αξιοποιήσουμε εναλλακτικές μορφές ενέργειας, να ασχοληθούμε με την ανακύκλωση και χίλια δυο άλλα , που μπορούν να μας κάνουν ίσους στις ευκαιρίες πολίτες, εμείς κοιτάμε να αρπάξουμε τη συγκεκριμένη ευκαιρία! Αχ! Πού είσαι …Τανζανία!

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 5ο)




Για καιρό ζούσαμε στην ανεργία. Το γραφείο , που το κρατούσαμε για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια με νύχια και με δόντια οι δυο μας με τον άντρα μου δεν πήγαινε και πολύ καλά , ελάχιστοι πελάτες ζητούσαν πια οικοδομικές άδειες , γιατί το κόστος των κατοικιών είχε ήδη τριπλασιαστεί ενώ τα οικόπεδα ανοικοδόμησης συγκροτημάτων και πολυκατοικιών είχαν πια εξαντληθεί. Στο δημόσιο ήταν αδύνατον να βρω δουλειά και οι τεχνικές εταιρείες μετά την «Αθήνα 2004» άρχισαν να κλείνουν η μια μετά την άλλη απολύοντας συνέχεια το έτσι κι αλλιώς άκρως απαραίτητο προσωπικό τους.
Τα παιδιά μας ήδη είχαν τελειώσει τις σπουδές τους κι έψαχναν κι αυτά δουλειά. Τώρα τα σύνορα δεν μας φαίνονταν περιοριστικά. Η Νάσια η κόρη μας είχε δηλώσει ότι θα δουλέψει στην Γερμανία, στην εταιρεία της φίλης μου Πέπης , η οποία επεκτείνονταν στο τομέα της πληροφορικής με καλπάζοντες ρυθμούς. Η «Κατσαρίδα» παρά το μικρό της ανάστημα είχε γίνει γίγαντας στο τομέα της πληροφορική μιας και αποδείχτηκε δαιμόνια γυναίκα-επιχειρηματίας. Ο Τζίμης ο γιός μας πήγε στην Ισπανία να βρει τη τύχη του , τον κάλεσε εκεί ένας καθηγητής κιθαρίστας να επιμορφωθεί στη χώρα του φλαμέγκο. Αναγνώριζε στο πρόσωπό του τον «ιδανικό μαθητή» με λαμπρές προοπτικές.
Ε, δεν ήταν δύσκολο για μας να πάρουμε την απόφαση. Μηχανικοί ήμασταν κι οι δυο, προκαταλήψεις δεν είχαμε ήδη από τα φοιτητικά μας χρόνια, στέγη και φαγητό θα είχαμε εξασφαλισμένα από την Μη Κυβερνητική Οργάνωση. Τα παιδιά δεν μας χρειάζονταν πια, κι η πολιτεία που κάποτε μας μόρφωσε, σήμερα «τρώει» τα παιδιά της, γιατί τόσα χρόνια δεν φρόντισε καμιά πολιτική να εξασφαλίσει δουλειά για τους νέους , αλλά και για τους κοντά στη σύνταξη εργαζομένους.
Έτσι αποφασίσαμε να δηλώσουμε με τη μία στη Μη Κυβερνητική Οργάνωση ,ότι είμαστε διαθέσιμοι για το κλιμάκιο στη Τανζανία.
Τότε ήταν που θυμήθηκα τον Στηβ. Γνώριμός μου από τα φοιτητικά μας ακόμη χρόνια- σπούδαζε ιατρική και διάβαζε μαζί μας στη βιβλιοθήκη- ήταν κι αυτός ένας από τους αλλοδαπούς φοιτητές στη χώρα μας, που βοηθιόταν αρκετά από κάποιους χωρίς προκαταλήψεις συμφοιτητές.

Ο Στηβ ήταν από το Νταρ ελ Σαλάαμ , τη «πόλη της ειρήνης» όπως λέγεται στα σουαχίλι. Μου` λεγε τότε με παράπονο, ότι είναι αδιανόητο για τους πολιτισμένους πολίτες αυτού του κόσμου να αντιληφθούν τις πολλαπλές ανάγκες στη Τανζανία , που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα κι έχει τετραπλάσιο πληθυσμό. Είναι αδιανόητο να αντιληφθούμε-έλεγε ο Στηβ- πως δύο στα δέκα παιδιά πεθαίνουν από έϊτζ , ενώ άλλα από αβιταμίνωση , ασιτία και τροπικές ασθένειες. Ότι ένας στους πέντε κατοίκους της ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Είναι αδιανόητο να βλέπει κανείς στα δοχεία απορριμμάτων των ανεπτυγμένων χωρών στο φαγητό που μας περίσσεψε ή δεν μας άρεσε ή έληξε , να είναι εκεί πεταμένη και η ζωή ενός παιδιού που πεθαίνει από την ασιτία. Αδιανόητο, ότι τα παιδιά δεν έχουν τα στοιχειώδη εμβόλια που κοστίζουν τρία ευρώ και πεθαίνουν από τέτοιες ασθένειες. Αδιανόητο, ότι δεν υπάρχει καθαρό πόσιμο νερό για τους μισούς κατοίκους των απομακρυσμένων περιοχών. Σαφώς δεν έκανε καμιά μνεία τότε ο Στηβ για μόρφωση ή τέτοιου είδους «πολυτέλειες». Στις μαστιζόμενες από λιμούς χώρες , μία στις τρεις γυναίκες δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, η δε γυναίκα έχει μια πολύ χαμηλή θέση σ` αυτές τις κοινωνίες.
Έχοντας αυτά στο μυαλό μου, πέρασα τη πόρτα της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Δυστυχώς ήμασταν οι πρώτοι που δηλώσαμε συμμετοχή, δεν υπήρχαν άλλοι συνάδελφοι διαθέσιμοι κι έπρεπε να περιμένουμε. Εξ` άλλου το πλάνο παρέμβασης δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρο: τί θα κάναμε στη Τανζανία; Θα διανοίγαμε δρόμους, θα βελτιώναμε το οδικό δίκτυο, θα φτιάχναμε σχολεία, νοσοκομεία, θα ανοίγαμε πηγάδια ή θα κατασκευάζαμε υποτυπώδη δίκτυα ύδρευσης; Κι όλα αυτά με ποιο ανθρώπινο δυναμικό θα πραγματοποιούνταν , με ποιο συντονισμό και με ποια χρήματα;
Αμέσως καταλάβαμε ότι δεν αρκεί μονάχα να δηλώσει κανείς το παρόν σε μια τέτοια υπόθεση. Χρειάζεται να είναι διατεθειμένος να αφιερώσει τη ζωή του σε ένα τέτοιο σκοπό, στη πραγματικότητα να λειτουργήσει όπως θα λειτουργούσε κανείς σε ιεραποστολικό έργο.
Εμείς οι τεχνοκράτες δύσκολα ξεφεύγουμε από τα στεγανά όρια του απολύτως ελεγχόμενου συστήματός μας. Έχουμε διδαχθεί καλά , από τα πολυτεχνειακά μας ακόμη χρόνια , τα μηχανικά συστήματα , τα οποία χρησιμοποιούμε σαν μοντέλα για να περιγράψουμε τις κατασκευές και μ` αυτό το τρόπο να προβλέψουμε τις επικείμενες βλάβες στα οικοδομήματα, που σχεδιάζουμε από ενδεχόμενους σεισμούς. Αν κάτι ξεφεύγει από τα στάδια ελέγχου το διορθώνουμε και ξαναϋπολογίζουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια το σύστημά μας. Αυτά τα συστήματα λέγονται «κλειστά» γιατί έχουν μεγάλο βαθμό ελεγξιμότητας, προσδιορισμού κι ελέγχου. Απ` ότι φαίνεται όμως, άκρως επηρεασμένοι από τις σπουδές μας αδυνατούμε να αντιληφθούμε ότι κάποια συστήματα χρειάζονται μια μεγαλύτερη ευελιξία. Και τέτοια είναι τα ανθρώπινα : ξεφεύγουν απολύτως από οτιδήποτε «ελέγξιμο».
Πολλοί συνάδελφοι μηχανικοί γνωρίζουν τη Τανζανία ως χώρα τουρισμού και πόλο έλξης για να κάνει κανείς σαφάρι στα πάρκα των άγριων ζώων που διαθέτει. Είναι γνωστό σε πολλούς από μας , ότι το «σινάφι» μας έλκεται από τις τροπικού τύπου διακοπές. Αναρωτιέμαι τί σχέση έχει η εικόνα που αποκομίζει ένας τουρίστας στη Τανζανία από την πραγματική, αυτή που μας περιέγραφε ο Στηβ, ή αυτή την ακόμη πιο αληθινή , που αντιμετωπίζουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Όταν κανείς πετάξει με πτήση τσάρτερ προς τη Ζανζιβάρη της Τανζανίας, το υπέροχο νησί του αρχιπελάγους με τις δαντελωτές ακρογιαλιές και τους κοραλλιογενείς βυθούς, κι όταν παραμείνει για λίγες μέρες στα ελάχιστα ξενοδοχεία της περιοχής και περιπλανηθεί στα εξωτικά σοκάκια σκιαζόμενος από τους κοκοφοίνικες είναι στ` αλήθια αυτή η εικόνα της Τανζανίας; Μ` αυτές τις σκέψεις φύγαμε απογοητευμένοι από τη Μ.Κ.Ο παίρνοντας την υπόσχεση ότι στο απώτερο μέλλον ίσως να φανούμε χρήσιμοι στη χώρα αυτή, που μαστίζεται τόσο πολύ από τη φτώχεια.
Έτσι αλλάξαμε γραμμή πλεύσης .......(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 4ο)




Η Μόνικα εδώ και εικοσιπέντε χρόνια ζει στην Ελλάδα. Μιλά άπταιστα ελληνικά. Τη χώρα της την επισκέπτεται μόνο τα Χριστούγεννα και το καλοκαίρι. Σκέφτεται ίσως στη σύνταξη να επιστρέψει .
Πόσο μετανάστρια είναι η Μόνικα στην Ελλάδα; Πόσο είναι στη χώρα της; Πόσο θα είναι όταν επιστρέψει και γνωρίσει μιαν άλλη χώρα , που για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια απέχει από την καθημερινότητά της.; Που δεν συμμετέχει στο κοινωνικό και πολιτικό της γίγνεσθαι;

ΞΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Σε είδα που ερχόσουν από μακριά

μήπως απ` τη διπλή ελπίδα,

εκεί ξένη στη δική σου ξενιτιά

κι εδώ ξένη,

σ` άλλων τη πατρίδα.

Χωρίς κανένα να σε περιμένει,

ξένη εδώ στα ξένα ξένη,

κι αυτοί που εκεί σε καρτερούν,

άδειοι μέσα σου αντηχούν.


Σα δυο πατρίδες έχεις κάνει,

αυτή που γέννημά της είσαι

σ` έχει παλιά πολύ πικράνει,

αυτή λοιπόν την απαρνείσαι.


Κι η δεύτερη πατρίδα ξένη,

σκόρπια η ζωή άσκοπα κυλά,

κανείς εδώ δεν περιμένει

κι η μοναξιά όλο σε γυρνά.


Πίσω δε θέλεις να γυρίσεις,

μπρος δε μπορείς να προχωρείς.

Πώς στις σκιές μέσα να ζήσεις,

ισορροπία πώς να βρεις;

Στην Ελλάδα η Μόνικα επιμορφώνει φουρνιές παιδιών στην δική της γλώσσα και κουλτούρα ` τί είναι άραγε ; Μετανάστρια ή μήπως κάτι άλλο;
Τις προάλλες τη συνάντησα με την τάξη της σ` ένα καφέ της πλατείας Αριστοτέλους . Το συνηθίζει ακόμη και σήμερα, παρά την πιο μεγάλη της πια ηλικία, να τους κάνει εκπλήξεις, ειδικά όταν οι μέρες είναι καλοκαιρινές.
«Τί πειράζει να γίνει το μάθημα έξω από την αίθουσα διδασκαλίας.; Μπορούμε και στο καφέ να αναλύσουμε λογοτεχνία». Ήπια μαζί τους ένα ρόφημα. Από κάποια μαθήτριά της έπεσε ένα φύλλο χαρτί. Μου κίνησε τη περιέργεια και το διάβασα:

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

Οι λέξεις που κυλάνε σε τροχιές,
το μύθο τους σπρώχνοντας να προχωρήσει,
έχουνε μνήμη μεγαλύτερη απ` το χτες
που η σκέψη δεν μπορεί να συγκρατήσει.

Όταν η γλώσσα δεν ακολουθεί
τον αργό των στερεότυπων ρυθμό,
μ` άλλα λόγια ζητά να ειπωθεί
δανεικά, απ` έναν άλλον εαυτό:

τον δικό σου που εντός μου ζει,
που στη δική σου γλώσσα μου μιλά`
ώσπου η δική μου μνήμη να σβηστεί
κι απ` τη δική σου λέξεις να γεννά.

Κανείς ποτέ -μ` όλες τις φήμες-
ποιες λέξεις ήρθαν δεν θα μάθει`
μιλώ με τις δικές σου λέξεων-μνήμες
σε γλωσσικό ακροπατώντας μονοπάτι.

Μες τις δικές σου λέξεις μη πνιγείς`
να ! γυρίζω πάλι τη σελίδα:
δικές μου λέξεις σου δίνω για να πεις,
κάθε μου λέξη μια μικρούλα καρδερίνα,
μεταμορφώνει τον τρόπο σου ν` αντιληφθείς.

Σα τη δική μου γλώσσα δεν καταλαβαίνεις,
απ` τη δική σου λέξεις νέες επινοώ`
δεν μεταφράζω των συμβόλων την ασκήμια
λέξεις-ασήμια στο δέντρο μας κρεμώ.

Σ` ευχαριστώ: απ` τη γλώσσα σου
το παίρνω και πάλι στο γυρνώ,
ό ,τι μου `μαθες σου ξαναδίνω,
μες τις δικές σου λέξεις σεργιανώ !

Το κουτί των οραμάτων μου θ` ανοίξω
με γνώση, απ` άλλων κόσμων τη ζωή`
στα παραθύρια τις κουρτίνες θα τραβήξω
έξω φωνάζοντας, ό, τι εντός μου έχει γραφεί.

Τελικά ποιός πρέπει να πει το ευχαριστώ; Η Μόνικα στην Ελλάδα, ή η Ελλάδα στη Μόνικα;
Εγώ λέω πως η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με τέτοιες νεαρές ηλικίες, που μέσα από πολυπολιτισμικές επιρροές διαμορφώνουν το χαρακτήρα τους και την άποψή τους για τα καθημερινά, αλλά και τα πιο ουσιαστικά πράγματα του καιρού τους.


Όλα αυτά ήταν άραγε το υπόβαθρο , που έκαναν το βλέμμα μου να μαγνητιστεί στη μικρή αγγελία του 651ου τεύχους του περιοδικού του Τεχνικού Επιμελητηρίου: «Η μη κυβερνητική οργάνωση (Μ.Κ.Ο) «Μηχανικοί χωρίς προκαταλήψεις» αναζητά συναδέλφους με εμπειρία να στελεχώσουν κλιμάκιο για να την ενίσχυση περιοχών της Αφρικής που πλήττονται από ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο φτώχειας. Πρώτη περιοχή ευθύνης η Τανζανία.»

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 3ο)




Η Πέπη ήταν η κολλητή μου συμμαθήτρια και καθόμασταν μαζί στο ίδιο θρανίο. Κόρη οικονομικών «Gastarbeiter» μεταναστών του Πελοπίδα και της Ρένας , μεγάλωσε σε ένα χωριό των Σερρών με το παππού και τη γιαγιά , γιατί οι γονείς της είχαν φύγει μετανάστες, λόγω των εξαιρετικά μεγάλων οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν στο χωριό. Ο Πελοπίδας είχε ανοίξει μια μικρή μονάδα παραγωγής τσιμεντόλιθων , όμως στην επαρχία δεν είχε καμιά προοπτική. Έπεσε έξω και τον έπνιξαν τα χρέη. Όταν πια τα όρια της επαρχίας ήταν πολύ στενά για τη Πέπη, το πανέξυπνο κορίτσι ήρθε στη Θεσσαλονίκη στην τάξη της α` Λυκείου για να συνεχίσει τις σπουδές της , μεγαλώνοντας αυτή τη φορά με τις θείες της. Η Θάλεια η αδελφή της, από την άλλη μεριά , αρκετά χρόνια μικρότερη καθώς ήταν , ζούσε με τους Gastarbeiter-γονείς της στη Γερμανία. Η Πέπη αποφάσισε να σπουδάσει πληροφορική και έτσι αναχώρησε ολοταχώς για τη Γερμανία, ενώ η Θάλεια αποφάσισε να σπουδάσει Αρχαιολογία και έτσι ήρθε ολοταχώς στην Ελλάδα.
Από τότε η «Κατσαρίδα» έζησε όλο το υπόλοιπο του βίου της μέχρι σήμερα στην αλλοδαπή, δημιουργώντας μια πετυχημένη επιχείρηση πληροφορικής κι επεκτείνοντάς την , ενώ η Θάλεια στην Ελλάδα ακόμη περιμένει να διοριστεί. Οι γονείς τους επέστρεψαν με τη σύνταξη στα πάτρια εδάφη ξαναγυρνώντας στο χωριό.
Ποιός ήταν μετανάστης , πού και γιατί ; Στη δική τους περίπτωση είναι ακόμη μια μπερδεμένη υπόθεση , που δεν έχω ολότελα ξεδιαλύνει.
«Μήπως μπορείτε να μου πείτε, πού βρίσκεται η οδός. Μουσών; » ρώτησε με σπασμένα ελληνικά μια γερμανίδα με ταξιδιωτικό σακίδιο στη πλάτη, ενώ καθόμασταν στο «Καντάρι» , στην Ανω-Πόλη και πίναμε τις ρετσίνες μας με τη Πέπη. Η φίλη μου ερχόταν ανελλιπώς τα καλοκαίρια από τη Γερμανία και τις περισσότερες από τις μέρες της διαμονής εδώ, τις περνούσαμε οι δυο μας παρέα.
«Ιδιαίτερη πολύ ιδιαίτερη περίπτωση» είπα στη φίλη μου σχολιάζοντας, ότι η Χίλντε δεν είχε κατάφερε να μάθει ούτε τρεις λέξεις μέσα στα σαράντα χρόνια του γάμου της με το θείο Μιχαλάκη. Της προτείναμε να την κεράσουμε και μας είπε σε πολύ καλά ελληνικά, ότι πρώτη φορά της συμβαίνει κάτι τέτοιο και κάθισε μαζί μας.
Η Μόνικα ήταν γερμανίδα καθηγήτρια βιολόγος σε γερμανικό σχολείο , που για τους δικούς της προσωπικούς λόγους- ένα διαζύγιο στα σκαριά- εγκατέλειψε τη χώρα και τη σίγουρη δουλειά της . Εδώ θα εργαζόταν ως καθηγήτρια γερμανικής σε κάποιο ινστιτούτο, μετά από επιμόρφωση, έτσι το πρώτο-πρώτο που έκανε ήταν να παρακολουθήσει το σχολείο ελληνικής γλώσσας του ΑΠΘ. Εκεί έμαθε να μιλά τα υπέροχα ελληνικά της. Πάντως προς το παρόν εργάζονταν ως καθαρίστρια σε ένα άλλο ινστιτούτο, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της επιμόρφωσής της.
Ήταν η Μόνικα μετανάστρια, ή μήπως θα χαρακτηρίζονταν έτσι αργότερα;
Με τη Μόνικα ανταλλάξαμε τηλέφωνα . Το είδα ως ευκαιρία να εξασκήσω τα γερμανικά μου, αλλά και αυτή για να εξασκήσει τα ελληνικά της. Με μας συνέβαινε το εξής παράδοξο: εγώ της μιλούσα στα γερμανικά κι αυτή απαντούσε στα ελληνικά, έτσι κάναμε δι-γλωσσική εξάσκηση ! Η Μόνικα ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος. Κουβαλούσε όλη τη γερμανική κουλτούρα πίσω της, αλλά και τα ενδιαφέροντά της ήταν πολλά και κοινά με τα δικά μου, κι έτσι ανταλλάσσαμε «ύλη», η μια με την άλλη.
Με μύησε στη γερμανική λογοτεχνία, τη μύησα στην ελληνική. Γνώρισα τραγουδιστές και συγκροτήματα, γνώρισε τα δικά μας. Γράφτηκε σε σύλλογο για να μάθει παραδοσιακούς χορούς, ενώ μου `μαθε βαλς και ταγκό. Εντρυφήσαμε στα μυστικά της δικής μας και της δικής της κουζίνας. Μου έλεγε για τα έθιμά τους των Χριστουγέννων, της έλεγα για τα δικά μας. Τη συνέπαιρνε να ακούει τα παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα. Ζητούσε το Πάσχα μόνη της να στολίσει τη λαμπάδα, ήθελε να βάψει και αυγά. Δεν είχε σημασία που ήταν αλλόθρησκη. Τα έθιμα του τόπου που ζούσε τα βίωνε σαν δική της πραγματικότητα.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 2ο)



Όμως ο Μπιλού, ο Λατίφ, ο Ιμπραήμ, ο Στηβ ως τί λογίζονταν;


Ήταν οι συμφοιτητές μου στο Πολυτεχνείο , οι οποίοι έρχονταν κατά μεγάλους αριθμούς από τη Λιβύη , την Υεμένη, τη Συρία ή ακόμη και τη Τανζανία, για να φοιτήσουν σε σχολές περιωπής, που θα τους εξασφάλιζαν μια καλή καριέρα-ακόμη και πολιτική- στη χώρα τους.
Τον Μπιλού και τους υπόλοιπους συμφοιτητές μου τους συναντούσα συχνά στη βιβλιοθήκη ή στα σπουδαστήρια. Δεν ήταν μόνο ότι ήμουν διαβαστερή ή ότι κι αυτοί λόγω των δυσκολιών που συναντούσαν με τη γλώσσα διάβαζαν πολύ ομοίως. Η βιβλιοθήκη ήταν για μας τόπος συνάντησης και αλληλεπίδρασης. Οι αλλοδαποί συμφοιτητές μας είχαν Οπωσδήποτε κι επιπλέον δυσκολίες από μας: πώς να καταλάβουν τα ανώτατα θεωρητικά των μαθηματικών για παράδειγμα ,όταν ήδη στην μητρική μας γλώσσα μάς φαίνονταν αλαμπουρνέζικα; Έτσι βλέποντάς το , με μεγάλη χαρά βοηθούσαμε τους αλλοδαπούς συμφοιτητές , είτε δίνοντάς τους επεξηγηματικές και πρόσθετες πληροφορίες ή ακόμη και τις σημειώσεις μας. Δεν ξέρω αν ήταν ένα εσωτερικό χρέος η βοήθεια προς τους ασθενέστερους συμφοιτητές μας για να ορθοποδίσουν. Πάντως εκτός από τα τεχνικού περιεχομένου θέματα όπου εμείς παρείχαμε ως βοήθεια , συχνά παίρναμε μαθήματα ήθους από αυτούς τους «ξένους», όπως τότε που ορκίστηκα.
Πήρα λοιπόν το πτυχίο μου και κέρασα όλους τους συμφοιτητές μου συμπεριλαμβανομένων και των αλλοδαπών. Δεν ξέρω αν ο Μπιλού αισθάνθηκε κάποια στιγμή υποχρεωμένος απέναντί μου, μα θα `λεγα πως η υποχρεωμένη ήμουν τελικά εγώ.
Τον συνάντησα μια μέρα στη οδό Μελενίκου, που ως γνωστόν είναι ο δρόμος με τα φωτοτυπάδικα. Εγώ έβγαζα σε αντίγραφα την άδεια άσκησης επαγγέλματος για να την επικυρώσω - κι έλεγα πως θα τη κάνω τελικά κορνίζα- δουλειά δεν φαίνονταν στον ορίζοντα, χωρίς γνωριμίες....
«Ένας φίλος , μού λέει , ψάχνει κάποιο άτομο για να εργαστεί σε τεχνικό γραφείο, να του πω; Εσύ πρέπει να πας εκεί» .
«Και δεν του λές !» Σε ένα μήνα από την συμπτωματική συνάντηση την ημέρα των φωτοτυπιών είχα ήδη δουλειά και ταυτόχρονα γνώρισα το μέλλοντα σύζυγό μου! Μάλλον εγώ ήμουν η υποχρεωμένη στο Μπιλού από τη Λιβύη, ώρα του καλή όπου και να `ναι.
Είχαν λοιπόν στο πρόγραμμα οι αλλοδαποί συμφοιτητές να επιστέψουν στη πατρίδα οπωσδήποτε με το πτυχίο τους. Και δηλαδή αν δεν κατάφερναν να επιστρέψουν και παρέμεναν στη χώρα μας, τότε θα λογίζονταν ως μετανάστες ;
Την απορία μου αυτή ήρθε να μου την λύσει «το διπλανάκι» , η Πέπη , φίλη μου από το σχολείο, που τη φωνάζαμε με το παρατσούκλι «Κατσαρίδα», επειδή ήταν μικροκαμωμένη.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μερος 1ο)





Η εννενηκονταετής γιαγιά μου , λίγο πριν μας αφήσει χρόνους είχε στηλωμένο το βλέμμα της στη πόρτα. Περίμενε το «Μιχαλάκη», το μεγαλύτερο γιο από τα πέντε παιδιά της, να επιστρέψει από τη Γερμανία. Xήρα απ` τα τριάντα της, δούλευε ως παραδουλεύτρα για να τα μεγαλώσει .
Ο θείος Μιχάλης ήταν «Ο μετανάστης» της οικογένειας και εγώ το μόνο που ως παιδί θυμόμουν, ήταν πως αντιλήφθηκα την ύπαρξη του θείου, τότε που σε κάποια μου γενέθλια ερχόμενος από τη ξενιτιά, μού χάρισε έναν υπέροχο κούκλο-μωρό, που μ` έβγαζε ασπροπρόσωπη σ` όλες μου τις παιδικές συναναστροφές. Ο Μιχάλης είκοσι χρόνια μετά την απουσία του από την χώρα μας -όπου θεωρούνταν λιποτάκτης- εξασφάλισε τη πολιτειακή συναίνεση και επέστρεψε ως επισκέπτης στη πατρίδα.
Στα δεκάξι του τον πήραν όμηρο στη Γερμανία, εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς του πολέμου. Φτώχεια καταραμένη, κι η γιαγιά για να τους μεγαλώσει , τους μεγάλους τους έστειλε στο ορφανοτροφείο «ημερήσιους» για τα συσσίτια ενώ τα πιο μικρά τα έπαιρνε μαζί της στα σπίτια που ξενόπλενε για να παίζουν με τα πλουσιόπαιδα. Ο θείος μου συνάντησε τη Χίλντε αμέσως μόλις έληξε ο πόλεμος, και προκειμένου να εξασφαλίσει ην άδεια παραμονής εκεί παντρεύτηκε νέος-νέος. Είχε προλάβει να κατέβει από το τρένο της επιστροφής , όπου στοιβαγμένους τους έστελναν πίσω στις χώρες καταγωγής τους και παράνομος ών, ζητούσε «καταφύγιο» στην αγκαλιά της γερμανίδας. Η Χίλντε είχε με τη σειρά της προλάβει κι αυτή να φύγει από το Μαδεμβούργο, προτού κλείσουν τα σύνορα και χαραχτεί το τείχος του Βερολίνου ,του διαχωρισμού σε ανατολική και δυτική χώρα, σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ. Έτσι έπιασαν δουλειά σε φάμπρικα στη δυτική πλευρά και έφτιαξαν το σπιτικό τους.
Μερικές φορές επισκέπτονταν την Ελλάδα, όχι όμως κάθε χρόνο κι η Χίλντε δεν κατάφερε να μάθει παρά δυο-τρεις μόνο ελληνικές λέξεις. Το αγόρι παιδί τους έμαθε κι εκείνο αυτές τις δυο-τρεις λέξεις σε αντίθεση με μένα , που αποφάσισα να μάθω γερμανικά φοιτώντας στο Goethe Institut, προκειμένου κάποιος από το σόι να έχει τη δυνατότητα να συνεννοείται με τους γερμανόγλωσσους . Τα γερμανικά μαζί με τ` αγγλικά μού ήταν πολύ χρήσιμα εκείνη την εποχή στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα κι έτσι μπόρεσα να εκπονήσω τη διπλωματική μου εργασία βασιζόμενη σε ξένη, κατ` εξοχήν γερμανική βιβλιογραφία.
Ο θείος Μιχαλάκης το πλήρωσε ακριβά αυτό με τη γλώσσα, ιδίως όμως η Χίλντε. Στη σύνταξη αποφάσισαν να ζούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ελλάδα , μα η γλώσσα ειδικά για τη θεία μου ήταν πάντα ένας φραγμός. Τί της έμελλε να τραβήξει η καημένη ούτε που το φαντάζονταν, όταν ο Μιχάλης έπαθε το εγκεφαλικό....Ακόμη τη θυμάμαι μέσα στο ασθενοφόρο, όπου κι οι δυό συνοδεύαμε το θείο –εγώ ως μεταφράστρια κι η θεία ως σύζυγος- αλλά και κατόπιν ,όταν τον τοποθέτησαν σε ράνζτο στο διάδρομο του νοσοκομείου. Η Χίλντε για πρώτη της φορά έβλεπε ελληνικό νοσοκομείο, αλλά της φαινόταν αδιανόητο τα εγκεφαλικά περιστατικά να τοποθετούνται σε ράντζα! Μήπως και για μας δεν είναι αδιανόητο; Ζήσαμε στιγμές του παραλόγου με τους υπεύθυνους του νοσοκομείου , μέχρι που μια παλιά μου συμμαθήτρια - προϊσταμένη σε `κείνη ακριβώς τη πτέρυγα που νοσηλέυονταν ο θείος - προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει λόγω της πρότερης κοινής πορείας μας, και να σου ο Μιχάλης ως ένατο κρεβάτι στη μέση του οχτάκλινου θαλάμου νοσηλείας !
Παρ` όλες τις φροντίδες του νοσοκομείου- δεν είχε αξονική, δεν είχε υπέρηχους, οι λίστες αναμονής ήταν τεράστιες – ο θείος δεν κατάφερε να επιβιώσει , μας άφησε σύντομα χρόνους και η Χίλντε βρέθηκε πάλι προ εκπλήξεων , όταν έπρεπε να κανονιστούν τα γραφειοκρατικά μαζί με τις λεπτομέρειες της κηδείας.
Η ιστορία του θείου Μιχάλη εκείνη την εποχή μ` έκανε να αναρωτηθώ για το θέμα της μετανάστευσης. Μέχρι τότε ως μετανάστες λογάριαζα εγώ τους “Gastarbeiter” δηλαδή τους οικονομικούς μετανάστες , άντε και μερικές περιπτώσεις σαν του θείου Μιχαλάκη, όπου ο πόλεμος τους είχε στερήσει την δυνατότητα να ζουν στη πατρίδα.

Όμως ο Μπιλού, ο Λατίφ, ο Ιμπραήμ, ο Στηβ ως τί λογίζονταν;
(συνεχίζεται....)

Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007

ΑΣ ΚΑΝΟΥΜΕ ΚΑΤΙ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ!!













Τα παρακάτω στοιχεία επικοινωνίας δημοσιεύονται για να μπορεί όποιος θέλει να βοηθήσει. Οι ανάγκες δεν περιορίζονται μόνο στα αγαθά πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, φάρμακα και λοιπά είδη), αλλά και στη διανομή και τη διαχείριση.
Ακομα κι αν δεν μπορείτε να μεταβείτε σε άλλο τόπο, μπορείτε να βοηθήσετε ακόμα και από το Δήμο σας. Βρείτε χρήσιμα τηλέφωνα, ποια οργανωση είναι πού, τι ανάγκες υπάρχουν και ενημερώστε το Post ώστε να δώσουμε ότι μπορούμε στους συνανθρώπους μας.
Παρακαλώ σε αυτό το post ας μην γεμίσουμε με σχόλια άσχετα του τίτλου. Οι πληροφορίες είναι πιό σημαντικές από την εκτόνωση. Λοιπόν:

Τι χρειάζονται:

ΤΡΟΦΙΜΑ
Κυρίως: Νερό - Ζάχαρη -Γάλα Εβαπορέ - Ρύζι - Αλεύρι - Μακαρόνια - Κονσέρβες (σε ΟΛΑ τα σουπερμάρκετ και λοιπά καταστήματα διατροφής)

ΦΑΡΜΑΚΑ
Οινόπνευμα - Αντισηπτικά - Αντιυπερτασικά - Αντιλιπιδαιμικά - Ιώδιο - Κρέμες για εγκαύματα - Γάζες - Επίδεσμους (διαθέσιμα σε ΟΛΑ τα φαρμακεία)

ΔΙΑΜΟΝΗ
Σκηνές - Κρεββάτια - Σεντόνια - Κουβέρτες - Ρουχισμός -Containers για διαμονή - Στρώματα - σκέυη (σε καλή κατάσταση)

Για προσφορά βοήθειας ΓΕΝΙΚΑ

Τηλεφωνικό κέντρο Νομαρχίας Αθηνών 210 6991100
Γραφείο Πολιτικής Προστασίας 2106984940 kai -950.

Για βοήθεια στον Νομό Ηλείας
ΚΕΠ: 26210 34840
Νομαρχία :ΠΡΟΝΟΙΑ 2621022378
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 2621034026+26335

Για βοήθεια στον Νομό ΑΡΚΑΔΙΑΣ


Νομαρχία Αρκαδίας 27910 222246 και 59
Δήμος Μεγαλόπολης 27910 22265 -- 27910 24542 φαξ
κινητό Δημάρχου 6944 719571 Μπούρας Παναγιώτης
Δήμος Σαλαισίας (έχει πληγεί περισσότερο)27910 61202 ---- 27910 61737 φαξ ---- κινητό Δημάρχου 6978 449660 Φουσέκης Ιωάννης
Γενική Διευθύντρια κα Καπόγιαννη 27910 230374, 230001

Νομαρχιακή αυτοδιοίκηση Ευβοιας
http://www.naevias.gr/
και http://www.naevias.gr/?q=contact

ΕΝΩΣΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΩΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΕΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
Μεσογείων 15115 26 Αθήνατηλ.: 210 7468700fax: 210 7796016

Θεσσαλονίκη Δήμος: (2310) 375.200 (30 γραμμές) & municipality@thessalonikicity.gr, www.envdimosthes.gr/default.html (Τμήμα Περιβάλλοντος).
Νομαρχία http://www.nath.gr/contact_phones.cfm

Εθελοντικές οργανώσεις που δρουν προς το παρόν στις περιοχές, υπό την εκάστοτε Νομαρχία.

Ελληνικός Ερυθρός ΣταυρόςΠρόνοια : 210 3604678
Νοσηλευτικό : 210 3613565 (για όποιον έχει ειδικές γνώσεις)
ΑΠΟΘΗΚΕΣ ΣΤΗΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ:
ΑΣΤΡΟΥΣ 111 ΣΤΟΝ ΚΟΛΩΝΟ
ΥΠΕΥΘΥΝΗ Η ΚΥΡΙΑ ΣΠΑΤΟΥΛΑ ΣΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ 210 5142309 210 5148 629

Ερυθρός Σταυρός Θεσσαλονίκης (στην είσοδο του λιμανιού)
2310 531532/5/0 (Δεν ειναι ανοικτά το απόγευμα) - Υπεύθυνη η Δ/ντρια κα. Εμοχίδου

Γιατροί του Κόσμου (προς το παρόν είναι στη Μεσσηνία)
210 3213150ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ
210-9221160 ---: 210-9221163 φαξ eMail: ekklisi@ecumenica.net
ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ Κολοκυνθούς και Λεωνίδου 34, Αθήνα210 5203031 ---- φαξ 210 5203941____________
ΚΕΠ: 1564 &
Αριθμός Επικοινωνίας πυρόπληκτων: 1555
και μην ξεχνάμε τα αυτονόητα: 199 Πυροσβεστική Υπηρεσία.