Η εννενηκονταετής γιαγιά μου , λίγο πριν μας αφήσει χρόνους είχε στηλωμένο το βλέμμα της στη πόρτα. Περίμενε το «Μιχαλάκη», το μεγαλύτερο γιο από τα πέντε παιδιά της, να επιστρέψει από τη Γερμανία. Xήρα απ` τα τριάντα της, δούλευε ως παραδουλεύτρα για να τα μεγαλώσει .
Ο θείος Μιχάλης ήταν «Ο μετανάστης» της οικογένειας και εγώ το μόνο που ως παιδί θυμόμουν, ήταν πως αντιλήφθηκα την ύπαρξη του θείου, τότε που σε κάποια μου γενέθλια ερχόμενος από τη ξενιτιά, μού χάρισε έναν υπέροχο κούκλο-μωρό, που μ` έβγαζε ασπροπρόσωπη σ` όλες μου τις παιδικές συναναστροφές. Ο Μιχάλης είκοσι χρόνια μετά την απουσία του από την χώρα μας -όπου θεωρούνταν λιποτάκτης- εξασφάλισε τη πολιτειακή συναίνεση και επέστρεψε ως επισκέπτης στη πατρίδα.
Στα δεκάξι του τον πήραν όμηρο στη Γερμανία, εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς του πολέμου. Φτώχεια καταραμένη, κι η γιαγιά για να τους μεγαλώσει , τους μεγάλους τους έστειλε στο ορφανοτροφείο «ημερήσιους» για τα συσσίτια ενώ τα πιο μικρά τα έπαιρνε μαζί της στα σπίτια που ξενόπλενε για να παίζουν με τα πλουσιόπαιδα. Ο θείος μου συνάντησε τη Χίλντε αμέσως μόλις έληξε ο πόλεμος, και προκειμένου να εξασφαλίσει ην άδεια παραμονής εκεί παντρεύτηκε νέος-νέος. Είχε προλάβει να κατέβει από το τρένο της επιστροφής , όπου στοιβαγμένους τους έστελναν πίσω στις χώρες καταγωγής τους και παράνομος ών, ζητούσε «καταφύγιο» στην αγκαλιά της γερμανίδας. Η Χίλντε είχε με τη σειρά της προλάβει κι αυτή να φύγει από το Μαδεμβούργο, προτού κλείσουν τα σύνορα και χαραχτεί το τείχος του Βερολίνου ,του διαχωρισμού σε ανατολική και δυτική χώρα, σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ. Έτσι έπιασαν δουλειά σε φάμπρικα στη δυτική πλευρά και έφτιαξαν το σπιτικό τους.
Μερικές φορές επισκέπτονταν την Ελλάδα, όχι όμως κάθε χρόνο κι η Χίλντε δεν κατάφερε να μάθει παρά δυο-τρεις μόνο ελληνικές λέξεις. Το αγόρι παιδί τους έμαθε κι εκείνο αυτές τις δυο-τρεις λέξεις σε αντίθεση με μένα , που αποφάσισα να μάθω γερμανικά φοιτώντας στο Goethe Institut, προκειμένου κάποιος από το σόι να έχει τη δυνατότητα να συνεννοείται με τους γερμανόγλωσσους . Τα γερμανικά μαζί με τ` αγγλικά μού ήταν πολύ χρήσιμα εκείνη την εποχή στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα κι έτσι μπόρεσα να εκπονήσω τη διπλωματική μου εργασία βασιζόμενη σε ξένη, κατ` εξοχήν γερμανική βιβλιογραφία.
Ο θείος Μιχαλάκης το πλήρωσε ακριβά αυτό με τη γλώσσα, ιδίως όμως η Χίλντε. Στη σύνταξη αποφάσισαν να ζούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ελλάδα , μα η γλώσσα ειδικά για τη θεία μου ήταν πάντα ένας φραγμός. Τί της έμελλε να τραβήξει η καημένη ούτε που το φαντάζονταν, όταν ο Μιχάλης έπαθε το εγκεφαλικό....Ακόμη τη θυμάμαι μέσα στο ασθενοφόρο, όπου κι οι δυό συνοδεύαμε το θείο –εγώ ως μεταφράστρια κι η θεία ως σύζυγος- αλλά και κατόπιν ,όταν τον τοποθέτησαν σε ράνζτο στο διάδρομο του νοσοκομείου. Η Χίλντε για πρώτη της φορά έβλεπε ελληνικό νοσοκομείο, αλλά της φαινόταν αδιανόητο τα εγκεφαλικά περιστατικά να τοποθετούνται σε ράντζα! Μήπως και για μας δεν είναι αδιανόητο; Ζήσαμε στιγμές του παραλόγου με τους υπεύθυνους του νοσοκομείου , μέχρι που μια παλιά μου συμμαθήτρια - προϊσταμένη σε `κείνη ακριβώς τη πτέρυγα που νοσηλέυονταν ο θείος - προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει λόγω της πρότερης κοινής πορείας μας, και να σου ο Μιχάλης ως ένατο κρεβάτι στη μέση του οχτάκλινου θαλάμου νοσηλείας !
Παρ` όλες τις φροντίδες του νοσοκομείου- δεν είχε αξονική, δεν είχε υπέρηχους, οι λίστες αναμονής ήταν τεράστιες – ο θείος δεν κατάφερε να επιβιώσει , μας άφησε σύντομα χρόνους και η Χίλντε βρέθηκε πάλι προ εκπλήξεων , όταν έπρεπε να κανονιστούν τα γραφειοκρατικά μαζί με τις λεπτομέρειες της κηδείας.
Η ιστορία του θείου Μιχάλη εκείνη την εποχή μ` έκανε να αναρωτηθώ για το θέμα της μετανάστευσης. Μέχρι τότε ως μετανάστες λογάριαζα εγώ τους “Gastarbeiter” δηλαδή τους οικονομικούς μετανάστες , άντε και μερικές περιπτώσεις σαν του θείου Μιχαλάκη, όπου ο πόλεμος τους είχε στερήσει την δυνατότητα να ζουν στη πατρίδα.
Όμως ο Μπιλού, ο Λατίφ, ο Ιμπραήμ, ο Στηβ ως τί λογίζονταν;
Ο θείος Μιχάλης ήταν «Ο μετανάστης» της οικογένειας και εγώ το μόνο που ως παιδί θυμόμουν, ήταν πως αντιλήφθηκα την ύπαρξη του θείου, τότε που σε κάποια μου γενέθλια ερχόμενος από τη ξενιτιά, μού χάρισε έναν υπέροχο κούκλο-μωρό, που μ` έβγαζε ασπροπρόσωπη σ` όλες μου τις παιδικές συναναστροφές. Ο Μιχάλης είκοσι χρόνια μετά την απουσία του από την χώρα μας -όπου θεωρούνταν λιποτάκτης- εξασφάλισε τη πολιτειακή συναίνεση και επέστρεψε ως επισκέπτης στη πατρίδα.
Στα δεκάξι του τον πήραν όμηρο στη Γερμανία, εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς του πολέμου. Φτώχεια καταραμένη, κι η γιαγιά για να τους μεγαλώσει , τους μεγάλους τους έστειλε στο ορφανοτροφείο «ημερήσιους» για τα συσσίτια ενώ τα πιο μικρά τα έπαιρνε μαζί της στα σπίτια που ξενόπλενε για να παίζουν με τα πλουσιόπαιδα. Ο θείος μου συνάντησε τη Χίλντε αμέσως μόλις έληξε ο πόλεμος, και προκειμένου να εξασφαλίσει ην άδεια παραμονής εκεί παντρεύτηκε νέος-νέος. Είχε προλάβει να κατέβει από το τρένο της επιστροφής , όπου στοιβαγμένους τους έστελναν πίσω στις χώρες καταγωγής τους και παράνομος ών, ζητούσε «καταφύγιο» στην αγκαλιά της γερμανίδας. Η Χίλντε είχε με τη σειρά της προλάβει κι αυτή να φύγει από το Μαδεμβούργο, προτού κλείσουν τα σύνορα και χαραχτεί το τείχος του Βερολίνου ,του διαχωρισμού σε ανατολική και δυτική χώρα, σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ. Έτσι έπιασαν δουλειά σε φάμπρικα στη δυτική πλευρά και έφτιαξαν το σπιτικό τους.
Μερικές φορές επισκέπτονταν την Ελλάδα, όχι όμως κάθε χρόνο κι η Χίλντε δεν κατάφερε να μάθει παρά δυο-τρεις μόνο ελληνικές λέξεις. Το αγόρι παιδί τους έμαθε κι εκείνο αυτές τις δυο-τρεις λέξεις σε αντίθεση με μένα , που αποφάσισα να μάθω γερμανικά φοιτώντας στο Goethe Institut, προκειμένου κάποιος από το σόι να έχει τη δυνατότητα να συνεννοείται με τους γερμανόγλωσσους . Τα γερμανικά μαζί με τ` αγγλικά μού ήταν πολύ χρήσιμα εκείνη την εποχή στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα κι έτσι μπόρεσα να εκπονήσω τη διπλωματική μου εργασία βασιζόμενη σε ξένη, κατ` εξοχήν γερμανική βιβλιογραφία.
Ο θείος Μιχαλάκης το πλήρωσε ακριβά αυτό με τη γλώσσα, ιδίως όμως η Χίλντε. Στη σύνταξη αποφάσισαν να ζούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ελλάδα , μα η γλώσσα ειδικά για τη θεία μου ήταν πάντα ένας φραγμός. Τί της έμελλε να τραβήξει η καημένη ούτε που το φαντάζονταν, όταν ο Μιχάλης έπαθε το εγκεφαλικό....Ακόμη τη θυμάμαι μέσα στο ασθενοφόρο, όπου κι οι δυό συνοδεύαμε το θείο –εγώ ως μεταφράστρια κι η θεία ως σύζυγος- αλλά και κατόπιν ,όταν τον τοποθέτησαν σε ράνζτο στο διάδρομο του νοσοκομείου. Η Χίλντε για πρώτη της φορά έβλεπε ελληνικό νοσοκομείο, αλλά της φαινόταν αδιανόητο τα εγκεφαλικά περιστατικά να τοποθετούνται σε ράντζα! Μήπως και για μας δεν είναι αδιανόητο; Ζήσαμε στιγμές του παραλόγου με τους υπεύθυνους του νοσοκομείου , μέχρι που μια παλιά μου συμμαθήτρια - προϊσταμένη σε `κείνη ακριβώς τη πτέρυγα που νοσηλέυονταν ο θείος - προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει λόγω της πρότερης κοινής πορείας μας, και να σου ο Μιχάλης ως ένατο κρεβάτι στη μέση του οχτάκλινου θαλάμου νοσηλείας !
Παρ` όλες τις φροντίδες του νοσοκομείου- δεν είχε αξονική, δεν είχε υπέρηχους, οι λίστες αναμονής ήταν τεράστιες – ο θείος δεν κατάφερε να επιβιώσει , μας άφησε σύντομα χρόνους και η Χίλντε βρέθηκε πάλι προ εκπλήξεων , όταν έπρεπε να κανονιστούν τα γραφειοκρατικά μαζί με τις λεπτομέρειες της κηδείας.
Η ιστορία του θείου Μιχάλη εκείνη την εποχή μ` έκανε να αναρωτηθώ για το θέμα της μετανάστευσης. Μέχρι τότε ως μετανάστες λογάριαζα εγώ τους “Gastarbeiter” δηλαδή τους οικονομικούς μετανάστες , άντε και μερικές περιπτώσεις σαν του θείου Μιχαλάκη, όπου ο πόλεμος τους είχε στερήσει την δυνατότητα να ζουν στη πατρίδα.
Όμως ο Μπιλού, ο Λατίφ, ο Ιμπραήμ, ο Στηβ ως τί λογίζονταν;
(συνεχίζεται....)
Ειδικά η τελευταία σου ερώτηση πέφτει σαν μαχαιριά στην καρδιά.& γεννά ένα μέγα άλλο ερώτημα:γιατί άραγε να υπάρχουν τόσα σύνορα με κάθε έννοια μεταξύ των ανθρώπων;
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα περιμένω με αγωνία τη συνέχεια.Τούτο το απόσπασμα έχει μεγάλες αφηγηματικές αρετές & παραστατικότητα.
Καλό απομεσήμερο!
Περιμένω με ενδιαφέρον τη συνέχεια. Ό,τι περιγράφεις αγγίζει τον αναγνώστη σου καθώς μ' έναν τρόπο βιώνουμε καταστάσεις μετανάστευσης και ιστορίες καθημερινής ταλαιπωρίας και τρέλας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι που βρήκατε ενδιαφέρον σ`ένα θέμα που μερικοι νομίζουν ότι δεν τους αφορά. Αυτό θέλω ν`αποδείξω ως το τέλος, ότι το θέμα αυτό μας αφορά όλους, οπότε να περιμένετε και τη συνέχεια, συγχωρήστε μου για λίγο την αργοπορία
ΑπάντησηΔιαγραφή