.....ποίηση είναι αυτή η επικοινωνία του ατομικού λόγου ύπαρξης με τους άλλους λόγους ύπαρξης, αυτούς των Αναγνωστών του.

«....Κατά την άποψή μου το ποίημα «τελειοποιείται» μόνο, όταν το παραλάβει ο Αναγνώστης και το κάνει δικό του...»


Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 3ο



















H πολιτεία που φανερώνονταν μπροστά μου είχε μια μεγάλη είσοδο με τη πινακίδα «ΦΙΛΟΞΕΝΕΙΟΝ Η ΓΛΑΥΞ » . Πράγματι υπήρχαν πολλά καταλύματα, σε κάθε ένα από τα οποία υπήρχε η ταμπέλα μιας τουλάχιστον κουκουβάγιας, που απαραιτήτως το πρώτο της όνομα ήταν Σοφία. Κατόπιν ένα αρχικό ειδικότητας (Μ=μαθηματικός ας πούμε) και κατόπιν το πραγματικό της όνομα. Εκτός από τις γυναίκες που ήταν οι περισσότερες υπήρχαν κι άντρες Σοφ-οικείοι οι οποίοι πάλι διαχωρίζονταν με τον ίδιο χαρακτηριστικό τρόπο.
Το Φιλοξενείο αποτελούνταν από αμέτρητα κτίρια, άλλα πολυόροφα (μέτρησα μέχρι και εξαόροφα) , άλλα μονόροφα, διόροφα ή τριόροφα. Άλλα πάλι έμοιαζαν με βίλλες πολυτελείας - με ωραίους κατάφυτους κήπους , γήπεδα και αμφιθέατρα εκδηλώσεων- άλλα πάλι μέσης κατηγορίας κι άλλα τελείως φτωχικά, είτε πέτρινα είτε προκατασκευασμένα. Στις τελείως φτωχές και υποβαθμισμένες συνοικίες του Φιλοξενείου υπήρχαν κάτι παραπήγματα, που έμοιαζαν με τα κουτάκια σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για να ξεντύνονται στο εργοτάξιο , όταν κατασκευάζονταν οι μεζονέτες των γειτόνων μας. Υπήρχαν ακόμη και «Ειδικά» σπιτάκια. Αυτά προορίζονταν για ειδικούς καλεσμένους , που ίσως δεν τα κατάφερναν να έχουν πρόσβαση σε κανένα από τα προηγούμενα σπιτάκια του Φιλοξενείου.
Εγώ συνάντησα ένα όμορφο ξανθό παιδάκι της ηλικίας μου με σγουρά μαλλάκια, που μόλις με είδε μου είπε: «Θέλεις να παίξουμε; » και με τράβηξε κατ` ευθείαν στο πρώτο ισόγειο σπιτάκι που βρήκαμε μπροστά μας, ένα όμορφο πέτρινο με επτά δωμάτια. Έξω από το δικό μας το δωμάτιο βρίσκονταν ήδη η κουκουβάγια μας κ.Σοφία Ν. Βαγγελή. Μια γερασμένη κουκουβάγια με χοντρό κορμό και μεγάλες φτερούγες, που έμοιαζε λίγο με τη γιαγιά μου.
Μείναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί , η κ. Βαγγελή μας μάθαινε τραγουδάκια, ποιήματα και χαρτοκοπτική και συχνά μας έδινε μαρκαδόρους να ζωγραφίσουμε. Ο φίλος μου έπαιρνε πολλές μπογιές μαζί , τις κρατούσε με κλειστή τη χούφτα του κάθετα στο χαρτί και ζωγράφιζε κάτι σα φωλιές, που τα έλεγε «φωλιές πελαργών». Εγώ πάλι ζωγράφιζα σπιτάκια, με πολύ χαμηλές πορτούλες και ψηλά παράθυρα, λες και έμεναν μέσα οι επτά νάνοι και γύρω-γύρω έβαζα χορταράκια, δέντρα, ήλιο και παιδάκια να παίζουν , συνήθως ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Κάποτε αρχίσαμε να βαριόμαστε με τη κ. Βαγγελή, μάθαμε ότι θα πάρει σύνταξη και θα εγκαταλείψει το Φιλοξενείο. Πράγματι τα βήματά της όλο και πιο βαριά γινόταν κάθε μέρα, έδειχνε κουρασμένη σα να θελε κι αυτή να εγκαταλείψει.
Τη θέση της τη διαδέχτηκε η κα Σοφία Ν. Ειρηνοποιού, μια νεότατη κουκουβάγια, που εκτός από πολύ όμορφα τραγουδάκια και σκετσάκια που μας μάθαινε, μας πήγαινε συχνά στο Δάσος να μας δείξει για παράδειγμα τις καστανιές όταν είχαμε να μάθουμε για το κάστανο, ή σ` ένα γιαπί όταν μαθαίναμε για τα σπίτια. Όταν μαθαίναμε για το νερό μας πήγε σ` ένα υγροβιότοπο. Εκεί συνάντησα μερικά κοτσύφια και ξαναθυμήθηκα το σκοπό της περιπλάνησής μου στο Φιλοξενείο. Έτσι αντιλαμβανόμουν ακόμη καλύτερα, ότι η λέξη περιβάλλον ήταν πλέον πέρα για πέρα λανθασμένη κι ότι τουλάχιστον στο δικό μου λεξιλόγιο ονομαζόταν ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ.
Κατόπιν αλλάξαμε γειτονιά , αλλάξαμε σπιτάκι και δεν μπορώ να θυμηθώ τις δύο πρώτες από τις κουκουβάγιες του Φιλοξενείου, τις επόπτριες της Βασικής Φιλοξενίας με το μεσαίο γράμμα Δ. Μάλλον με είχε ταράξει αρκετά το γεγονός αυτό της αλλαγής, καθώς και μιας αρρώστιας που με είχε βρει κι η κουκουβάγια- γιατρός για ένα χρονικό διάστημα μου απαγόρεψε τη παραμονή στο Φιλοξενείο. Πάντως θα πρέπει τα δύο πρώτα χρόνια εκείνα να μου φαίνονταν και πολύ ανιαρά, γιατί όσο ανατρέχω τη μνήμη μου σ` αυτά θυμάμαι μόνο σκοτεινές κουκουβαγο-φιγούρες…
Μόνο τα τέσσερα τελευταία χρόνια της Βασικής Φιλοξενίας τα θυμάμαι καλά, που συνέπεσε να φιλοξενούμαστε με επόπτες δύο Σοφ-οικείους τον Δ. Αντωνίου και τον Δ. Κεράση. Και το λέω αυτό γιατί ο κ. Αντωνίου ήταν τελείως αντίθετος από το κ. Κεράση: ο ένας ευπροσήγορος και γελαστός, ο άλλος κατσούφης κι αυστηρός. Ο ένας τις καλημέρες τις μοίραζε και στα δέντρα, ο άλλος με το ζόρι μόνο στους ενήλικους. Ο ένας χάιδευε όλα τα παιδιά , ειδικά εκείνα που του φαίνονταν αδύναμα ή διαφορετικά . Ο άλλος χρησιμοποιούσε το Βασιλάκη -που ήταν ο πιο μικροκαμωμένος κι αδύνατος- για μοντέλο , για να μας δείξει τα πλευρά του θώρακα. Ο ένας είχε δυνατή φωνή αλλά μας μάλωνε με το καλό , ο άλλος είχε μια πράσινη βέργα τετράγωνης διατομής για να χτυπάει τον Άγγελο και να επιβάλλει τη τάξη. Ο Άγγελος ήταν ένα παιδί που ξεχώριζε για την ενεργητικότητά του και για το σκούρο χρώμα του, αλλά για μας αυτό δεν ήταν φραγμός στα παιχνίδια μας.
Μέχρι τώρα δεν είχα περάσει ποτέ ξανά σε τέτοιου είδους συγκρίσεις , τώρα όμως που τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά με πονάνε βαθιά…
Κάποια στιγμή χρειάστηκε να εξεταστούμε όλοι οι φιλοξενούμενοι για να αξιολογηθεί και να αποφασιστεί αν η φιλοξενία μας στο χωριό της Γλαύκας θα παρατείνονταν κι άλλο, ή όχι. Θα μας έβαζαν να κοιτάξουμε μέσα από ένα μηχάνημα , που θα σκανάριζε τον εγκέφαλό μας. Εμείς δεν καταλαβαίναμε τι θα συμβεί, γιατί στην οθόνη του μηχανήματος βλέπαμε ένα μεγάλο πολύχρωμο μπαλόνι αερόστατου, σαν αυτά που έχουν οι οφθαλμίατροι για να διαγιγνώσκουν τις οφθαλμικές παθήσεις. Όσο πιο ευκρινές αν βλέπαμε το μπαλόνι σήμαινε ότι η φιλοξενία μας στο Φιλοξενείο θα παρατείνονταν επί μακρόν.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

2 σχόλια:

  1. Δηλώνω "παρών"& σε τούτη την ανάγνωση.Απλά θα πω ότι συμφωνώ απόλυτα με το σχόλιο που έκανε ο αγαπητός ΜΑΤ στο προηγ. απόσπασμα.Πέριμένω την ολοκλήρωση των "συνεχειών". Να σαι ΟΚ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. OK προχωράω παρακάτω μη σας κρατάω και σε αγωνία(!!!)

    ΑπάντησηΔιαγραφή