.....ποίηση είναι αυτή η επικοινωνία του ατομικού λόγου ύπαρξης με τους άλλους λόγους ύπαρξης, αυτούς των Αναγνωστών του.

«....Κατά την άποψή μου το ποίημα «τελειοποιείται» μόνο, όταν το παραλάβει ο Αναγνώστης και το κάνει δικό του...»


Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 5ο

















Όμως να σου κάποτε προσγειώθηκα, εκεί με περίμενε η Σοφία Γ. Μαργαρίτη, η εποπτεία της οποίας ήταν τελείως προαιρετική . Κι εγώ πάντα υποψήφια σε πόρτες, που όλο υποκλίνονταν στα αποτελέσματα του σκαναρίσματός μου εισήλθα στο Φιλοξενείο της.
Η Μαργαρίτη άρχισε να μου μιλά για το Λόγο, το `λεγε στη δική της διάλεκτο Vernuft , έτσι χρειάστηκε να εντρυφήσω και σ` αυτή τη διάλεκτο. Σ` αυτά τα σκαναρίσματα ήμουν επίσης υπέροχη.
Η Κουκουβάγια αυτή παρόλο που χρησιμοποιούσε τη δική της διάλεκτο, που στα χαρτιά λεγόταν μάθηση ξένης γλώσσας, μού μάθαινε αυτή τη ξένη γλώσσα μ` έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Ίσως ήταν η προέλευσή της κι η διαφορετική της κουλτούρα , ίσως ο τρόπος που κι αυτή εποπτεύθηκε από τις δικές της κουκουβάγιες, πάντως εγώ άρχισα πια να μαθαίνω απ` αυτήν κάτι πάρα πολύ σημαντικό για τα κατοπινά μου χρόνια , που στη δική της γλώσσα ονομαζόταν Erfahrung , Εμπειρία.
Η λέξη αυτή δεν αφορούσε το πεπειραμένο τεχνίτη, όπως πολλοί θα υποψιάζονταν. Ήταν μια λέξη που για μένα τότε ήταν κενή περιεχομένου, γιατί απαιτούσε να περάσω σε μιαν άρνηση των όσων μέχρι τώρα είχα μάθει στο Φιλοξενείο. Απαιτούσε δηλαδή να πάρω όλα τα κομμάτια των πληροφοριών που μου είχε διασκορπίσει κι ανακατέψει το Φιλοξενείο και να τα βάλω σε μια ολόδική μου σειρά. Ήταν σα να έφτιαχνα ένα τεράστιο παζλ , όπου ψάχνεις να ξεκινήσεις κυρίως από τα σταθερά σημεία του περιγράμματός του, από τα όριά του . Κι εκεί βρίσκεις τις μεγάλες αντιφάσεις : ποιά να `ναι άραγε η κάτω αριστερή ή η πάνω αριστερή γωνία, που μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους αλλά διαφέρουν κιόλας;
Έτσι άρχισα να εξερευνώ από μόνη μου τα κομμάτια αυτά κάνοντας δοκιμές, αλλά και λάθος τοποθετήσεις. Κι ενώ η όρασή μου έβλεπε σωστό το κομμάτι του παζλ, όταν το τοποθετούσα δεν ταίριαζαν συχνά οι πλευρές του με τα άλλα κομμάτια. Κάθε μέρα ανακάλυπτα ένα μικρό κομμάτι που ταίριαζε , όμως υπήρχαν φορές που το κοίταζα κι από μακριά σκεφτόμενη ξανά και ξανά , αν έχω κάνει λάθος κι αν τελικά έχω ακολουθήσει τη σωστή διαδικασία συναρμολόγησης.
Από το Φιλοξενείο της Μαργαρίτης έφυγα σχετικά γρήγορα, γιατί εκτός από τη διάλεκτο που μάθαινα ως ξένη γλώσσα κι εκτός από το προσανατολισμό να λειτουργώ αναστοχαστικά στο παζλ των εμπειριών μου, δεν είχε άλλα να μου δώσει. Μαζί της όμως μπόρεσα να βρω τις μεγάλες αντιφάσεις που συνδέονταν με τις παραδοχές κατά την αρχική σύλληψη του πλαίσιου του παζλ κι έτσι μια φορά το χάλασα στο όριο και το ξανασυγκρότησα.
Στη συνέχεια μου δόθηκε από το Φιλοξενείο η εντολή να ξεπληρώσω το λογαριαμό της φιλοξενίας μου. Η δική μου φιλοξενία είχε κρατήσει πολύ, αν θα τη μετρούσε κανείς σε ανθρώπινα χρόνια θα λογάριαζε τον αριθμό δεκαοχτώ, ενώ σε χρόνια Κουκουβάγιας ίσως να ήταν μόνο μία μέρα. Δηλαδή στα χρόνια της Κουκουβάγιας ήμουν ακόμη ένα νεογέννητο μωρό.
Εγώ δεν ήξερα πως θα ξεπληρώσω το λογαριασμό, αλλά από ότι ερμήνευα από τα νούμερα ήμουν ήδη υπερχρεωμένη. Από το Φιλοξενείο με συμβούλεψαν: «Μη σε νοιάζει έχεις πολλά εφόδια για να βγεις στην Αγορά εργασίας. Εσύ απλά θα προσδιορίσεις τη τιμή του εμπορεύματός σου …»
Ποιο ήταν το εμπόρευμα και ποια ήταν η τιμή του;

Ετσι απλά έπρεπε να ψάξω για δουλειά, πού θα έβρισκα δε μου το είπαν όμως ήταν βέβαιο ότι έπρεπε να κατεβώ αμέσως τη σκάλα του Μεγάλου Πλάτανου και από τη κουφάλα να ξαναβγώ στο ανθρώπινο Δάσος. Δε περιπλανήθηκα πολύ. Τα εφόδιά μου ήταν πράγματι αρκετά και με την πρώτη ευκαιρία που μου παρουσιάστηκε δέχτηκαν να αρχίσω να ξεχρεώνω το λογαριασμό του Φιλοξενείου. Μόνο που τη τιμή δεν τη καθόριζα εγώ. Εμπόρευμα λοιπόν ήταν η γνώση μου κι έπρεπε να συγκριθεί και να αξιολογηθεί με άλλες γνώσεις για να καθοριστεί η τιμή της. Μόνο που αυτές δεν ήταν οι γνώσεις του Φιλοξενείου ήταν οι γνώσεις της Αγοράς και σ` αυτό το θέμα είχα πλήρη άγνοια.
Αυτό που καταλάβαινα – με τις αναστοχαστικές διαδικασίες που έμαθα στης Μαργαρίτης - ήταν ότι η Αγορά λειτουργούσε ισοπεδωτικά, προσπαθώντας να εξισώσει διαφορετικά πράγματα και ικανότητες σ` ένα και αφηρημένο πράγμα που λέγεται εργασία και που μετριέται όχι ποιοτικά αλλά ποσοτικά σε εργατοώρες , ημέρες ή γενικά χρόνο απασχόλησης. Εδώ αισθανόμουν σαν ένα άλογο στον ιππόδρομο. Όσο πιο πολύ έτρεχα και όσο πιο δυνατά , τόσο πιο γρήγορα θα ξεπλήρωνα το χρέος του Φιλοξενείου.
Αλλά αυτό με διαχώριζε από τα άλλα άλογα κούρσας της κατηγορίας μου: έπρεπε να διαγκωνίσω τους συναδέλφους μου ; Ακόμη και το μικρό ξανθό αγόρι που ζωγραφίζαμε μαζί στης Ειρηνοποιού και μαζεύαμε μαζί κάστανα από τις καστανιές; Άρχισα να αισθάνομαι απομονωμένη, αποξενωμένη από την ουσία της Εκπαίδευσής μου. Τί πολεμόχαρη Λογική ήταν αυτή που επιβάλλονταν από την Αγορά; Αισθανόμουν ότι η εργασία μού επιβάλλονταν από έξω σαν ένα εξωτερικό χρέος που έπρεπε να ξεπληρώσω, που είχε μια προκαθορισμένη τιμή και που απομακρύνονταν αισθητά από το σκοπό του περάσματός μου από το Φιλοξενείο, να βρω δηλ. τη σωστή λέξη για το ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ.....

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 4ο







Το είδα τέλεια εκείνο το μπαλόνι. Ήταν φουσκωμένο και όμορφα χρωματισμένο. Το μηχάνημα έβγαλε ένα χαρτάκι που έγραφε 19 και 5/10 με άριστα το 20 και με κατέταξαν πρώτη στη λίστα υποψηφίων του Φιλοξενείου, για να εισέλθω στο εξαόροφο κτίριο της Μεσαίας Φιλοξενίας.
Μερικοί προβληματίστηκαν πολύ μ` εμένα –για το χαρτάκι που έβγαλε το μηχάνημα- κι επειδή επέμενε πολύ η κ. Σοφία Δ.Α. Αννίκου –που έλεγαν ότι είχε σπουδάσει στην Αμερική- με έστειλαν σ` ένα ακόμη μηχάνημα. Σκανάροντας αυτό άλλους λαβύρινθους του εγκεφάλου μου έβγαλε ένα άλλο χαρτάκι που έγραφε 100%. Είπανε πως με προόριζαν για το Φιλοξενείο με τους κρεμαστούς κήπους , τα γήπεδα και τα αμφιθέατρα , όμως για να φιλοξενηθώ σ` αυτό έπρεπε να συνοδεύομαι και από ένα άλλο χαρτί , που το έπαιρναν από την Εφορία και έγραφε επάνω διαγωνίως τη λέξη ΕΛΙΤ. Εγώ ήξερα μόνο τις φρυγανιές μ` αυτό το όνομα, τέτοιο χαρτί αυτής της πως τη λένε «Ευφορίας» δεν είχα κι έτσι μ`έστειλαν στο γειτονικό εξαόροφο Φιλοξενείο.
Εδώ πλέον δεν είχαμε μόνο έναν επόπτη ή μία επόπτρια. Οι κουκουβάγιες που επόπτευαν ήταν πολλές, το ίδιο κι οι Σοφ-οικείοι κι έτσι τόσοι και τόσοι που πέρασαν, δεν μου άφησαν όλοι ιδιαίτερες εντυπώσεις, εκτός από μερικούς που θα περιγράψω παρακάτω. Πάντως αυτό που θυμάμαι χαρακτηριστικά είναι η ομοιομορφία σ` όλους σχεδόν τους Επόπτες. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που ξεχώριζαν , που ακολουθούσαν ένα δικό τους τρόπο να μας δείχνουν πράγματα και πολύ λίγοι μετρημένοι στα δάχτυλα, μας θύμιζαν –τουλάχιστον σε μένα- το σκοπό που είχα όταν ξεκίνησα την διαμονή μου στο Φιλοξενείο.
Δηλαδή το Φιλοξενείο ήταν ένα σπίτι μετάβασης με απώτερο στόχο να προσεγγίσω το ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ - έτσι το έβλεπα εγώ τουλάχιστον - ενώ οι περισσότεροι επόπτες απλά είχαν σα σκοπό να μας βοηθήσουν στη περιπλάνηση χωρίς σκοπό, ήθελαν δηλαδή να μας δείξουν το Δάσος, μαθαίνοντας μας όμως για το δέντρο μόνο του, τα πουλιά μόνα τους, τα φυτά μόνα τους και τα φυσικά φαινόμενα επίσης μόνα τους. Μου φαίνονταν ότι άρχισαν να ΑΝΑΤΕΜΝΟΥΝ το δάσος στα συστατικά του : μας γέμιζαν με άπειρες πληροφορίες με κάθε λεπτομέρεια, για το κάθε τι που έμοιαζε να αφορά το Δάσος . Ανέλυαν τα δεδομένα , τα διαχώριζαν σε διάφορες κατηγορίες και μετασχημάτιζαν ό, τι είχαμε μάθει με τις αισθήσεις στης κας Ειρηνοποιού, μετατρέποντάς το σε αφηρημένες γενικές έννοιες. Έτσι για παράδειγμα η Καστανιά που είχα στο μυαλό μου έδωσε τη θέση της στη γενική λέξη «δέντρο» και κάθε φορά που ήθελα μιλήσω για τη καστανιά, αντί να φέρνω στο μυαλό την εικόνα της ανακαλούσα μόνο τη λέξη.

Βέβαια δεν μπορώ να πω, σε καθένα από τους ορόφους του εξαόροφου κτιρίου της Μέσης Φιλοξενίας, όλο και κάποια ιδιαίτερη κουκουβάγια συναντούσαμε , πότε τη Σοφία Φ. Βατσικούλη πότε τη Χ. Δημητρούλη , τη Β. Στεργίου, την Φ. Λάππα, τη Φ. Φανού , τη Φ. Κοκκίνου και το Φ. Νικήτα. Αλλά όπως ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη ή μια Λιάνα δεν αλλάζει τη δημοσιογραφία, έτσι και αυτές οι έξι-επτά κουκουβάγιες άφησαν τα ίχνη τους πάνω μου σαν επόπτες και μάλιστα με ιχνηλάτισαν. Θυμάμαι η κ. Βατσικούλη «έγραψε» μέσα μου με το θεώρημα του Bernoulli , η κ. Δημητρούλη με τα πειράματά της και τους αυτοσχέδιασμούς της στους γεωγραφικούς χάρτες, η κ.Στεργίου με τον εποπτικό τρόπο παρουσίασης του DNA, η κ. Λάππα με την ευαισθησία που προσέγγιζε τη ποίηση και τη λογοτεχνία, η κα Φανού με τις επεξηγήσεις της στη Λογική και τη Φιλοσοφία, η κ. Κοκκίνου με την εντρύφηση στο αρχαίο ελληνικό πνεύμα κι ο κ. Νικήτας με το «απολύτως μέλαν σώμα» και με τη Κοσμογραφία του.
Όλοι αυτοί μας καθοδηγούσαν πάνω στην ήδη δομημένη σκέψη της Διάνοιας, που είχε παραμείνει προσκολλημένη στο αριστοκρατικό ιδεώδες «Αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων» , βάζοντας βέβαια ο καθένας το στίγμα του , που όμως αναπαρήγαγε ένα και μοναδικό πράγμα: την έννοια των αξιακών σχέσεων και της τιμής με ένα εξισωτικό τρόπο, που αξιολογεί, συγκρίνει και συσχετίζει τη γνώση αλλά και τους ανθρώπους , ως ανταλλακτικό εμπόρευμα στην αρένα της εργασίας. Έτσι μας προσανατόλιζαν κι επιλέγαμε ευχαριστημένοι τη «κατεύθυνσή» μας , τελικά προς ποιο σημείο του ορίζοντα θα πάει το πολύχρωμο μπαλόνι του αερόστατου που λέγεται Εκπαίδευση; Αυτό το μπαλόνι που σ` όλα μου τα χρόνια το έβλεπα πεντακάθαρα και το χαρτάκι του μηχανήματος που με σκανάριζε κάθε χρόνο έβγαζε αυξημένο το αποτέλεσμα : 19,1- 19,3-19,5-19,7-19,8-19,9…
Και κείνο το Άλλο, που μας μάθαινε η κ. Φανού; Αυτό που λέγεται Λόγος , που αποτελεί και λόγο της ύπαρξής μας εντέλει, το σκοπό του να βρούμε το ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ , το «πραγματικό Δάσος»;
Μετά το τελευταίο σκανάρισμα της νόησής μου, η διαμονή μου στο Φιλοξενείο παρατάθηκε αυτή τη φορά σε ένα τεράστιο πενταόροφο οικοδόμημα. Με πολλά αμφιθέατρα και εργαστήρια, με έδρανα και από καθέδρας διδασκαλία, με πίνακες γεμάτους μαθηματικά σύμβολα , γεμάτους θεωρήματα φυσικής και μηχανικής , γεμάτους σύγχρονες τάσεις στο τομέα των κατασκευών. Πίνακες που χρειάζονταν ανσανσέρ για να αναρτούν τεράστια ποικιλία συμβόλων και αποδείξεων. Και αδιάκοπο σκανάρισμα πάλι και πάλι κι εγώ συνέχεια να βλέπω όλο και πιο λαμπερό και πιο παραφουσκωμένο το πολύχρωμο μπαλόνι της εκπαίδευσης , που τώρα βρήκε και ούριο άνεμο. Με μένα καθισμένη στο καλάθι του αερόστατου, χωρίς να ξέρω τους χειρισμούς του, πότε ανέβαινα και πότε κατέβαινα βλέποντας ταψί κάτω τον κόσμο .

(Συνεχίζεται..)

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 3ο



















H πολιτεία που φανερώνονταν μπροστά μου είχε μια μεγάλη είσοδο με τη πινακίδα «ΦΙΛΟΞΕΝΕΙΟΝ Η ΓΛΑΥΞ » . Πράγματι υπήρχαν πολλά καταλύματα, σε κάθε ένα από τα οποία υπήρχε η ταμπέλα μιας τουλάχιστον κουκουβάγιας, που απαραιτήτως το πρώτο της όνομα ήταν Σοφία. Κατόπιν ένα αρχικό ειδικότητας (Μ=μαθηματικός ας πούμε) και κατόπιν το πραγματικό της όνομα. Εκτός από τις γυναίκες που ήταν οι περισσότερες υπήρχαν κι άντρες Σοφ-οικείοι οι οποίοι πάλι διαχωρίζονταν με τον ίδιο χαρακτηριστικό τρόπο.
Το Φιλοξενείο αποτελούνταν από αμέτρητα κτίρια, άλλα πολυόροφα (μέτρησα μέχρι και εξαόροφα) , άλλα μονόροφα, διόροφα ή τριόροφα. Άλλα πάλι έμοιαζαν με βίλλες πολυτελείας - με ωραίους κατάφυτους κήπους , γήπεδα και αμφιθέατρα εκδηλώσεων- άλλα πάλι μέσης κατηγορίας κι άλλα τελείως φτωχικά, είτε πέτρινα είτε προκατασκευασμένα. Στις τελείως φτωχές και υποβαθμισμένες συνοικίες του Φιλοξενείου υπήρχαν κάτι παραπήγματα, που έμοιαζαν με τα κουτάκια σαν αυτά που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για να ξεντύνονται στο εργοτάξιο , όταν κατασκευάζονταν οι μεζονέτες των γειτόνων μας. Υπήρχαν ακόμη και «Ειδικά» σπιτάκια. Αυτά προορίζονταν για ειδικούς καλεσμένους , που ίσως δεν τα κατάφερναν να έχουν πρόσβαση σε κανένα από τα προηγούμενα σπιτάκια του Φιλοξενείου.
Εγώ συνάντησα ένα όμορφο ξανθό παιδάκι της ηλικίας μου με σγουρά μαλλάκια, που μόλις με είδε μου είπε: «Θέλεις να παίξουμε; » και με τράβηξε κατ` ευθείαν στο πρώτο ισόγειο σπιτάκι που βρήκαμε μπροστά μας, ένα όμορφο πέτρινο με επτά δωμάτια. Έξω από το δικό μας το δωμάτιο βρίσκονταν ήδη η κουκουβάγια μας κ.Σοφία Ν. Βαγγελή. Μια γερασμένη κουκουβάγια με χοντρό κορμό και μεγάλες φτερούγες, που έμοιαζε λίγο με τη γιαγιά μου.
Μείναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα εκεί , η κ. Βαγγελή μας μάθαινε τραγουδάκια, ποιήματα και χαρτοκοπτική και συχνά μας έδινε μαρκαδόρους να ζωγραφίσουμε. Ο φίλος μου έπαιρνε πολλές μπογιές μαζί , τις κρατούσε με κλειστή τη χούφτα του κάθετα στο χαρτί και ζωγράφιζε κάτι σα φωλιές, που τα έλεγε «φωλιές πελαργών». Εγώ πάλι ζωγράφιζα σπιτάκια, με πολύ χαμηλές πορτούλες και ψηλά παράθυρα, λες και έμεναν μέσα οι επτά νάνοι και γύρω-γύρω έβαζα χορταράκια, δέντρα, ήλιο και παιδάκια να παίζουν , συνήθως ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Κάποτε αρχίσαμε να βαριόμαστε με τη κ. Βαγγελή, μάθαμε ότι θα πάρει σύνταξη και θα εγκαταλείψει το Φιλοξενείο. Πράγματι τα βήματά της όλο και πιο βαριά γινόταν κάθε μέρα, έδειχνε κουρασμένη σα να θελε κι αυτή να εγκαταλείψει.
Τη θέση της τη διαδέχτηκε η κα Σοφία Ν. Ειρηνοποιού, μια νεότατη κουκουβάγια, που εκτός από πολύ όμορφα τραγουδάκια και σκετσάκια που μας μάθαινε, μας πήγαινε συχνά στο Δάσος να μας δείξει για παράδειγμα τις καστανιές όταν είχαμε να μάθουμε για το κάστανο, ή σ` ένα γιαπί όταν μαθαίναμε για τα σπίτια. Όταν μαθαίναμε για το νερό μας πήγε σ` ένα υγροβιότοπο. Εκεί συνάντησα μερικά κοτσύφια και ξαναθυμήθηκα το σκοπό της περιπλάνησής μου στο Φιλοξενείο. Έτσι αντιλαμβανόμουν ακόμη καλύτερα, ότι η λέξη περιβάλλον ήταν πλέον πέρα για πέρα λανθασμένη κι ότι τουλάχιστον στο δικό μου λεξιλόγιο ονομαζόταν ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ.
Κατόπιν αλλάξαμε γειτονιά , αλλάξαμε σπιτάκι και δεν μπορώ να θυμηθώ τις δύο πρώτες από τις κουκουβάγιες του Φιλοξενείου, τις επόπτριες της Βασικής Φιλοξενίας με το μεσαίο γράμμα Δ. Μάλλον με είχε ταράξει αρκετά το γεγονός αυτό της αλλαγής, καθώς και μιας αρρώστιας που με είχε βρει κι η κουκουβάγια- γιατρός για ένα χρονικό διάστημα μου απαγόρεψε τη παραμονή στο Φιλοξενείο. Πάντως θα πρέπει τα δύο πρώτα χρόνια εκείνα να μου φαίνονταν και πολύ ανιαρά, γιατί όσο ανατρέχω τη μνήμη μου σ` αυτά θυμάμαι μόνο σκοτεινές κουκουβαγο-φιγούρες…
Μόνο τα τέσσερα τελευταία χρόνια της Βασικής Φιλοξενίας τα θυμάμαι καλά, που συνέπεσε να φιλοξενούμαστε με επόπτες δύο Σοφ-οικείους τον Δ. Αντωνίου και τον Δ. Κεράση. Και το λέω αυτό γιατί ο κ. Αντωνίου ήταν τελείως αντίθετος από το κ. Κεράση: ο ένας ευπροσήγορος και γελαστός, ο άλλος κατσούφης κι αυστηρός. Ο ένας τις καλημέρες τις μοίραζε και στα δέντρα, ο άλλος με το ζόρι μόνο στους ενήλικους. Ο ένας χάιδευε όλα τα παιδιά , ειδικά εκείνα που του φαίνονταν αδύναμα ή διαφορετικά . Ο άλλος χρησιμοποιούσε το Βασιλάκη -που ήταν ο πιο μικροκαμωμένος κι αδύνατος- για μοντέλο , για να μας δείξει τα πλευρά του θώρακα. Ο ένας είχε δυνατή φωνή αλλά μας μάλωνε με το καλό , ο άλλος είχε μια πράσινη βέργα τετράγωνης διατομής για να χτυπάει τον Άγγελο και να επιβάλλει τη τάξη. Ο Άγγελος ήταν ένα παιδί που ξεχώριζε για την ενεργητικότητά του και για το σκούρο χρώμα του, αλλά για μας αυτό δεν ήταν φραγμός στα παιχνίδια μας.
Μέχρι τώρα δεν είχα περάσει ποτέ ξανά σε τέτοιου είδους συγκρίσεις , τώρα όμως που τα ξανασκέφτομαι όλα αυτά με πονάνε βαθιά…
Κάποια στιγμή χρειάστηκε να εξεταστούμε όλοι οι φιλοξενούμενοι για να αξιολογηθεί και να αποφασιστεί αν η φιλοξενία μας στο χωριό της Γλαύκας θα παρατείνονταν κι άλλο, ή όχι. Θα μας έβαζαν να κοιτάξουμε μέσα από ένα μηχάνημα , που θα σκανάριζε τον εγκέφαλό μας. Εμείς δεν καταλαβαίναμε τι θα συμβεί, γιατί στην οθόνη του μηχανήματος βλέπαμε ένα μεγάλο πολύχρωμο μπαλόνι αερόστατου, σαν αυτά που έχουν οι οφθαλμίατροι για να διαγιγνώσκουν τις οφθαλμικές παθήσεις. Όσο πιο ευκρινές αν βλέπαμε το μπαλόνι σήμαινε ότι η φιλοξενία μας στο Φιλοξενείο θα παρατείνονταν επί μακρόν.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ...)

Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...)ΜΕΡΟΣ 2ο




Περίλυπη, δρασκέλισα την αυλόπορτα και χάθηκα μέσα στο δάσος , ήθελα να θάψω το καημένο το κοτσύφι και να σκεφτώ, αν θα μπορούσα να λύσω το ερώτημα, ή μήπως είχε δίκαιο η κα Λιάνα που μιλούσε για συλλογική ευθύνη;
Το δάσος ήταν γεμάτο σκουπίδια. Γύρω μας υπήρχαν σπίτια από αυτά που τα λένε μεζονέτες, οι κάτοικοί τους όμως δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για το δάσος: πετούσαν οτιδήποτε άχρηστο μέσα σ` αυτό , ακόμη και τα παιδάκια τους εκεί πετούσαν τα χαρτάκια από τις σοκολάτες και τις καραμέλες νομίζοντας ότι το δάσος από μόνο του είναι ένας κάδος ανακύκλωσης υλικών. Και βέβαια ανακύκλωνε υλικά το δάσος, έπαιρνε το βλαβερό διοξείδιο του άνθρακα κι έδινε πολύτιμο οξυγόνο, όμως εκείνο το δάσος που θα του πετούσες μπάζα και θα έπαιρνες λουλούδια δεν έχει γεννηθεί ακόμη.
Οι περίοικοι μας μίλησαν μια φορά μόνο, στα τόσα χρόνια που κατοικούν γύρω μας, ζητώντας την οικονομική μας συμμετοχή για να γίνει άσφαλτος ο χωματόδρομος του δάσους. Οι γονείς μου δεν συμφωνούσαν κι έτσι από τότε δεν μας ξαναμίλησαν. Μια ακόμη φορά ζήτησαν από τη μαμά μου να ενοχλήσει το δήμαρχο για να μας περάσουν λάμπες γύρω από το δάσος. Είναι πολύ φοβερό είπαν το δάσος τη νύχτα, οι σκιές των πεύκων μεγεθύνονται και μοιάζουν με κακόβουλους ανθρώπους, ενώ με το φως θα έβλεπαν καλύτερα αν οι σκιές ήταν που τους φοβίζουν ή οι πραγματικοί άνθρωποι. Εγώ στεναχωρήθηκα πολύ που θα βάζαμε λάμπες γιατί έτσι δεν θα μπορούσα πια το βράδυ να βλέπω καθαρά τη Μεγάλη και τη Μικρή Αρκούδα , το Σείριο και τον Άρη, δε θα μπορούσα πια να παρατηρώ τα νεφελώματα και το φεγγάρι.
Μ` αυτούς τους συλλογισμούς έφτασα μέχρι τα Πλατάνια στο ρέμα, που βρίσκεται κάτω από το πευκώνα. Κι εκεί επικρατούσε η ίδια κατάσταση, σκουπίδια κι εγκατάλειψη, κλαδιά σπασμένα και ψησταριές παρατημένες σχεδόν ν` αχνίζουν τα κάρβουνα… Ακαταστασία παντού, η βρύση ήταν ξηλωμένη ,η κούνια που θέλησα να ξαποστάσω είχε κομμένη την αλυσίδα κι η τσουλήθρα ένα επικίνδυνο σίδερο που έχασκε απειλητικό.
Πήρα το κοτσυφάκι μου και το `θαψα σ` ένα κρυφό μέρος, δίπλα στη κουφάλα του μεγάλου πλάτανου. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και ξαφνικά μια κουκουβάγια εμφανίστηκε σκεφτική, κοντοστάθηκε την ώρα που σκέπαζα το πουλάκι με ελαφρύ χώμα και με ρώτησε:
«Θέλεις να σου δείξω το Δάσος»;
«Μα δεν είναι αυτό το δάσος;» τη ρώτησα και μου είπε «Όχι!»
Μ` έπιασε από το χέρι στοργικά, μου χάιδεψε τα μαλλιά κι αισθάνθηκα τόσο ζεστή τη παλάμη της σα να `ταν του μπαμπά μου, όταν έβαζα το μικρό μου παγωμένο χέρι στη τσέπη του παντελονιού του για να μου το ζεστάνει. Η Κουκουβάγια έμοιαζε να χει τη μορφή της μαμάς μου κι έτσι δε παραξενεύτηκα καθόλου, που θα έμενα στο δάσος το σούρουπο, αφού είχα οικείες μορφές να με προστατεύουν.
Τρυπώσαμε μέσα στη μεγάλη κουφάλα του πλατάνου και βρήκαμε μια σκάλα που οδηγούσε στην κορυφή του. Εκεί στη καταπράσινη κορυφή ήταν στημένη ολόκληρη πολιτεία. Γύρισα να κοιτάξω τη Κουκουβάγια μα εκείνη είχε ήδη φύγει. Απ` τη φτερούγα της έπεσε κάτι σαν επισκεπτήριο: Κουκουβάγια Σοφία Ψ. Πυρούνη έγραφε και κάτι άλλα ακατανόητα, Msc και Phd. οf Abc Kollege. Ήταν σα να μου έλεγε, «αν με θέλεις, ψάξε να με βρεις» κι εγώ αποφάσισα να το κάνω.

(Συνεχίζεται...)

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2007

Η ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑΣ (Ένα ενηλικο παραμύθι...) ΜΕΡΟΣ 1ο





Κάποτε έγινε μια μεγάλη οικολογική καταστροφή στη χώρα μου.
Εγώ δεν ήξερα τι σημαίνει οικολογική καταστροφή , αλλά κατάλαβα αμέσως ότι πρόκειται για κάτι πάρα πολύ οδυνηρό, τόσο για τους ανθρώπους όσο και για τα δέντρα και τα ζώα του δάσους.
Θυμάμαι που καθόμουν στο καναπέ του καθιστικού , γιατί δεν είχα τί να κάνω μιας και ήταν ακόμη καλοκαίρι κι έβλεπα στη τηλεόραση κινούμενα σχέδια , όμως κι αυτά ήταν πολύ ανιαρά γιατί όποιο κανάλι και να προτιμούσα επαναλαμβάνονταν το ίδιο πρόγραμμα, με άλλους ήρωες και με μικρές παραλλαγές.
Τα παιδικά προγράμματα σταμάτησαν αμέσως γιατί άρχισαν να βγαίνουν πολλοί δημοσιογράφοι στην οθόνη , σα να είναι κάτοικοι μιας πολυκατοικίας με πολλά παράθυρα. Έδειχναν το χάρτη μιας περιοχής που μοιάζει με πλατανόφυλλο- ή για άλλους με ανοιχτή παλάμη-εγώ θα προτιμήσω την εκδοχή του πλατανόφυλλου και πάνω στο χάρτη φαίνονταν πολλές εστίες φωτιάς σε πολλαπλά σημεία. Έτσι το πλατανόφυλλο, αν και σχηματικό πάνω στο χάρτη έμοιαζε σα τσουρουφλισμένο.
Το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, οι μεγάλοι έλεγαν ότι είχαν προκηρυχθεί εκλογές, δηλαδή θα πήγαιναν σε ένα μεγάλο κουτί μια συγκεκριμένη μέρα όλοι μαζί και θα έριχναν μέσα του ένας-ένας κάποιο χαρτάκι , πάνω στο οποίο θα έγραφαν ποιόν προτιμούν για αρχηγό της χώρας. Εγώ δεν μπορούσα να καταλάβω τι χρειαζόταν να υπάρχει αυτός ο αρχηγός, αφού όπως άκουγα τους δημοσιογράφους στη τηλεόραση , ο ένας υποψήφιος αρχηγός έριχνε κατηγορίες στον άλλο υποψήφιο, ότι εκείνος φταίει για το κακό που βρήκε τη χώρα με τις φωτιές.
Οι δημοσιογράφοι μιλούσαν μια περίεργη γλώσσαα, όπως και οι «αρχηγοί» και το μόνο που μπορούσα εγώ να καταλάβω αρκετά ήταν πως δεν αγαπούσαν αυτό το πράγμα που λέγεται περιβάλλον. Δεν ξέρω τι εννοούσαν με τη λέξη αυτή, κάτι που μας περιβάλλει, που είναι έξω από μας. Ένιωθα ότι η λέξη δεν προσδιόριζε ακριβώς αυτό που ήθελαν να πούνε, γιατί το συναρτούσαν με το δάσος κι εγώ που το σπίτι μου βρίσκεται ακριβώς στη κορυφή ενός λόφου ανάμεσα σε δύο πευκώνες έβλεπα ότι περιέχονταν μέσα στο δάσος , αφού ο φράχτης μας άγγιζε τα κλαδιά των πεύκων και τις πευκοβελόνες. Έτσι σκέφτηκα πως η πιο ταιριαστή λέξη για το περιβάλλον θα ήταν ίσως η λέξη ΜΕ-ΠΕΡΙΕΧΟΝ, αυτό που με περιέχει.
Οι δημοσιογράφοι μιλούσαν ακατάπαυστα χωρίς να πολυκαταλαβαίνω, όμως οι εικόνες που μεταδίδονταν από το ένα κανάλι στο άλλο έφταναν για χίλιες λέξεις γιατί ήταν πολύ τρομακτικές: τα σπίτια πολλών χωρικών- που κι αυτά όπως το δικό μας ακουμπούσαν στο δάσος-άρχισαν να παίρνουν φωτιά. Το δάσος καιγόταν από τεράστιες φλόγες , που σα πύρινες γλώσσες κατάπιναν στο διάβα τους οτιδήποτε είχαν κατασκευάσει οι άνθρωποι. Αυτοί πάλι μέσα στην απελπισία τους δεν αντιλαμβάνονταν ότι διακινδύνευαν τη ζωή τους και προσπαθούσαν με κάθε πρόσφορο μέσον –κλαδιά, κουβάδες με νερό, χώμα , αυτοσχέδια πυροσβεστικά με τρακτέρ και ντεπόζιτα- να σβήσουν τη φωτιά. Τους περικύκλωναν τεράστιες φλόγες και αποπνικτικοί καπνοί, οι πυροσβέστες αργούσαν τόσο πολύ και στο τέλος, άνθρωποι και ζώα, σπίτια και δέντρα έγιναν η τροφή της φλόγας…

Ήμουν πάρα πολύ στεναχωρημένη κυρίως γιατί έβλεπα ότι και το δικό μου σπίτι κινδυνεύει άμεσα, όπως και η ζωή μου κι αναρωτιόμουν αν κάποιος ήταν υπεύθυνος για όλα αυτά που συνέβαιναν. Μια δημοσιογράφος, που φαινόταν να μιλά κάπως διαφορετική γλώσσα από τους υπόλοιπους, η κα Λιάνα μίλησε για συλλογική ευθύνη , καθώς έβγαινε σα το κούκο από ένα παράθυρο. Και όπως το ξέρω πολύ καλά, ότι ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη - αυτό το χω παρατηρήσει κάθε φορά που ακούω το πρώτο κούκο έρχεται συχνά πάλι κακοκαιρία μέχρι να σταθεροποιηθεί ο καιρός- κατάλαβα ότι μόνη της η κα Λιάνα δεν θα μπορούσε να φέρει την άνοιξη στα τηλεοπτικά μέσα, αν άλλοι όμοιοί της δεν την ακολουθούσαν.
«Εθνικό πένθος» έλεγε η τηλεόραση κι εγώ άκουσα ένα περίεργο θόρυβο στην αυλή σα κάτι να έσπασε, σα κάτι να χτύπησε με ορμή σ` ένα τζάμι. Βρήκα ένα μεγάλο κοτσύφι τραυματισμένο στη φτερούγα να χαροπαλεύει κι όσο κι αν προσπάθησα με ξυλαράκια να τη σταθεροποιήσω και να του δώσω λίγο νεράκι να πιεί, αυτό έχασε τη μάχη με τη ζωή και ξεψύχησε στα χέρια μου. Σα να ήταν συμβολικός ο θάνατος του κοτσυφιού άρχισα να αναρωτιέμαι ποιος να φταίει γι αυτόν.
Οι γονείς μου είχαν φτιάξει με πάρα πολύ κόπο ένα σπίτι ανάμεσα στους δύο πευκώνες, με ένα όμορφο τζαμωτό που αντιφέγγιζε τον ουρανό και το δάσος. Πάνω στο τζαμωτό αντικατοπτρίζονταν τα στοιχεία της φύσης κι αυτός ο κατοπτρισμός έπαιζε το ρόλο μιας «εικονικής πραγματικότητας» για τα πουλιά: αυτά νόμιζαν ότι το λαμπερό τζάμι είναι προέκταση του ουρανού ή του δάσους και χτυπούσαν μερικές φορές με φόρα πάνω του. Ο πατέρας μου είχε συχνά διασώσει τέτοια τραυματισμένα πουλιά, αλλά εγώ φαίνεται ήμουν πολύ μικρή ακόμη για να ξέρω πώς να το κάνω κι έτσι έχασα το πουλάκι μέσα από τα χέρια μου…
Άραγε έφταιγαν οι γονείς μου που έφτιαξαν αυτή την εικονική πραγματικότητα για τα πουλιά, έφταιγαν αυτά που έπεφταν επάνω αφηρημένα, ή εγώ που δεν ήξερα να τα σώσω;

(Συνεχιζεται...)

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΗΤΑ ΑΝΑΡΤΟΥΜΕΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ






















Με αφορμή κάποιο κείμενο που αναρτήθηκε σε ιστοσελίδα λογοτεχνικού περιεχομένου http://www.logokipos.gr/portal/html/ και το λίγο καυστικό μου σχόλιο, θα ηθελα να επισημάνω τα εξής:
Τόσο στις ιστοσελίδες λογοτεχνικού ενδιαφέροντος , όσο και στα μπλόγκς λογοτεχνικού περιεχομένου, επειδή το αρχικό αίτημα των συμμετεχόντων σ`αυτά είναι η ποίηση ή η λογοτεχνία εν γένει, καλό είναι να είμαστε και λίγο προσεκτικοί αναφορικά με τις αναρτήσεις που επιδιώκουμε.
Αυτό το ζητούμενο δεν επιλύεται με μια μονολεκτική απάντηση , αλλά ανακύπτουν προς επεξεργασία τα παρακάτω ερωτήματα:
*Τί είναι λογο-τεχνικό και τί όχι;
*Ποιός είναι ο αρμόδιος να κρίνει το λογο-τέχνημα;
*Ποιά είναι τα κριτήρια με τα οποία θα το κρίνει;
*Σε τί διαφέρουν τα κριτήρια από ποιοτική και ποσοτική άποψη;

1. Τί είναι λογο-τεχνικό και τί όχι;

Οι περισσότεροι από αυτούς που αναρτούν πονήματα –κι εμού συμπεριλαμβανομένης- δεν έχουμε τη βούλα του καταξιωμένου λογοτέχνη. Μερικοί έχουν πίσω τους μια -δυο ατομικές εκδόσεις, άλλοι βραβεία από λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, άλλοι συμμετοχές μόνο σε ιστοσελίδες και φόρα κι άλλοι αναρτούν για πρώτη τους φορά . Μερικοί έχουν πίσω τους σπουδές στη λογοτεχνία κι εμμένουν να αποπειρώνται λογοτεχνικά, άλλοι πάλι δεν έχουν καμιά σχέση με την λογοτεχνία ως αντικείμενο σπουδών. Σκοπός πάντως όλων μας είναι να δούμε πώς αντιλαμβάνονται οι άλλοι τη δική μας πραγματικότητα , γιατί σίγουρα κάθε κείμενο/ποίημα είναι κομμάτι από μας, μέρος του τρόπου που εμείς αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Έτσι λοιπόν ξεφεύγουμε από αυτόν καθ` εαυτόν τον ορισμό του λογοτεχνήματος ως ολότητα και βαδίζουμε στη κατηγορία του λογο-τεχνήματος, δηλ.λόγου που αποπειράται να γίνει τεχνικός , ν`αποκτήσει δηλ. λογοτεχνική υπόσταση.
Αν όμως λογοτεχνία σημαίνει πριν και πάνω από όλα τέχνη του λόγου στο ευρύτερο πλαίσιο της γραμματείας (των γραμμάτων, όπως μεταφράζουν οι ξένοι, ακολουθώντας την ορολογία των αλεξανδρινών γραμματικών), η τέχνη αυτή υπόκειται και στον κριτικό λόγο, που σίγουρα ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της γραμματολογίας, διατηρώντας βέβαια τα διακριτικά του χαρακτηριστικά τόσο ως προς τον τελικό του στόχο, όσο και ως προς τον εκφραστικό του τρόπο.
Από την άλλη πάλι οτιδήποτε αποπειράται να γίνει λογοτεχνικό , μπορεί να είναι τελείως ξεκομμένο από την οργανωμένη αφήγηση;
Μπορεί να υπάρξει μια λογοτεχνία που, ας το πούμε έτσι, γεωμετρεί το χάος του μεταμοντέρνου, κατακερματισμένου σύμπαντος, που αντιπαραθέτει κομμάτια αυτού του σύμπαντος με τέτοιον τρόπο ώστε να προκύπτει η αίσθηση μιας, έστω δυσδιάκριτης, καινούργιας νοηματικής δομής;

2. Ποιός είναι ο αρμόδιος να κρίνει το λογο-τέχνημα;

Τη στιγμή που αναρτούμε στο διαδίκτυο , θεωρούμε ότι αυτοί που κρίνουν τα λογο-τεχνήματά μας ανήκουν στην ίδια κατηγορία με μας. Δηλ. οι κρινόμενοι γίνονται κριτές και το ανάποδο. Επομένως δεν υπάρχει αμφισβήτηση ως προς αυτό αρμόδιοι κριτές είμαστε όλοι μας , που αντιλαμβανόμαστε ότι το αναρτημένο έιδος αφού αναρτάται έχει χρεία κριτικής.

3. Ποιά είναι τα κριτήρια με τα οποία θα το κρίνει;

Τα κριτήρια είναι λοιπόν καθαρά υποκειμενικά και χαρακτηριστικά του κάθε κριτή: εξαρτάται από την παιδεία του, τα διαβάσματά του , τα γραφτά του και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το κόσμο.
Αν είναι ποιοτικά ή ποσοτικά είναι επίσης ένα ερώτημα:
Μπορεί να λάβει ως κριτήριο την εγκυρότητα και αξιοπιστία, δηλ. το κοινά αποδεκτό; Τότε μετρά με τα ποσοτικά χαρακτηριστικά και παραπέμπει κατά κόρον στα σημερινά αγοραία κριτήρια της έντυπης
λογοτεχνίας. Δεν πουλάει, μένει στο ράφι του βιβλιοπωλέιου για περισσότερο από ένα χρόνο; Τότε αυτόματα πηγαίνει για ανακύκλωση ή θάβεται στα στοκατζίδικα.
Μπορεί να λάβει ως κριτήρια:
 Τη δυνατότητα να κατανόησης
 Την ολοκληρωμένη δομή
 Την αίσθηση της πρωτοτυπίας
 Την υψηλή αισθητική αλλά μέσα από απλούς τρόπους («φιλοκαλούμεν μετ`ευτελείας») τότε μετρά με ποιοτικά χαρακτηριστικά, και παραπέμπει ίσως στα ράφια των βιβλιοπωλέιων που φιλοξενούν τ`αζήτητα...

4. Σε τί διαφέρουν τα κριτήρια από ποιοτική και ποσοτική άποψη;

Άρα λοιπόν άλλο το πλαίσιο αναφοράς όταν μιλάμε για ποιότητα κι άλλο όταν το ζητούμενο είναι το αγοραίο, που μπορεί και να μην είναι καν ωραίο.

Ο τελείως ασύνδετος λόγος όμως, όπου κανείς παίρνει ένα κομμάτι χαρτί και χορεύει πάνω του λέξεις, μια στο καρφί και μια στο πέταλο , δεν νομίζω ότι μπορεί να θεωρηθεί ούτε αγοραίος ούτε ...ωραίος, γιατί δεν παράγει νόημα. Δηλ.οι τοποθετημένες λέξεις στη σειρά χρειάζονται , χρησιμεύουν στην παραγωγή νοήματος. Αν δεν κάνουν νόημα τότε δεν είναι λόγος , άρα δεν περιέχει επιταγές επικοινωνίας. Βέβαια αυτό εξαρτάται από το πολιτισμικό πλαίσιο.
Αν σήμερα οι καιροί έχουν ξεφύγει τόσο και δεν μπορώ να τους παρακολουθήσω τότε ίσως και να σφάλλω. Μα δεν μπορώ να δεχθώ ότι η γλώσσα έπαψε να ναι πια κώδικας. Και κώδικας σημαίνει επικοινωνία.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ)



















Μ` αυτές τις σκέψεις μπήκαμε επιτέλους σε κάποιο σπίτι , του οποίου ο ιδιοκτήτης δεν είχε τέτοιες προκαταλήψεις. Ήταν ο Κάρλ , που είχε σπουδάσει ιατρική στην Ελλάδα στη δεκαετία του `80. Στο πρόσωπό του αναγνώρισα εκείνον τον Κάρολο, το νεαρό φοιτητή με το μούσι, που κι εκείνος είχε βοηθηθεί από μερικούς συμφοιτητές του, που δεν είχαν τότε προκαταλήψεις. Να λοιπόν, που το να αισθάνεται κανείς ίσος σ` οποιοδήποτε τόπο, δεν είναι και καμιά δύσκολη υπόθεση ! Το μόνο που στοιχειωδώς χρειάζεται είναι να γίνει αποδεκτή πέρα για πέρα η διαφορετικότητα του άλλου ως πρόσωπο, έξω από προκαταλήψεις , ετικέτες , ταμπέλες, ταμπού. Τόσο ο Κάρλ, όσο και ο Μπιλού, ο Λατίφ, ο Ιμπραήμ ή ο Στηβ είναι πολίτες αυτού του κόσμου ανεξάρτητα από την εθνικότητα, τη κοινωνική προέλευση ή τη θρησκεία.
Έτσι και `μεις γίναμε αποδεκτοί σαν ίσοι στο σπίτι του Καρλ και το νοικιάσαμε στο άψε-σβήσε γλιτώνοντας και τα μεσιτικά της εταιρείας ενοικάσης ακινήτων.
Από τον Καρλ μπορέσαμε να πληροφορηθούμε πολύ χρήσιμα πράγματα ,που αφορούσαν τη καθημερινή μας διαβίωση στη Στουτγκάρδη. Πώς να κυκλοφορούμε με τον υπόγειο, τα δρομολόγια του τραμ και των λεωφορείων, τα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων, τους χώρους ψυχαγωγίας. Αισθανόμασταν ότι ήδη είχαμε έναν δικό μας άνθρωπο κι ας μην ήταν ομόαιμός μας, αρκεί που μιλούσαμε την ίδια γλώσσα, κι ας φαίνονταν από τη προφορά μας ότι είμαστε αλλοδαποί.
Ξεκινήσαμε τις πρώτες μέρες δουλειάς στην εταιρεία. Αρχικά χρειαζόταν να κατατοπιστούμε χωρικά. Τα ακίνητα που αναλαμβάναμε για επισκευές ήταν διασπαρμένα στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και η πόλη δεν ήταν μικρή. Για μας ήταν εύκολο να προσανατολιστούμε. Με τους χάρτες που διέθετε η εταιρεία γρήγορα εντοπίσαμε τα ορόσημα της πόλης κι έτσι μετακινούμασταν με ευκολία σ` οποιοδήποτε σημείο της.
Στην ίδια την εταιρεία είχαμε ακόμη ως όνομα το χαρακτηριστικό της καταγωγής μας, όταν κάποιοι αναφέρονταν σε μας έλεγαν «οι Έλληνες». Αυτό δεν μας πείραζε ιδιαίτερα , δεν είχαμε κάποιο εσωτερικό πρόβλημα με την καταγωγή μας , όμως ήταν χαρακτηριστικός ο τρόπος διαχωρισμού μας. Σα να μην είχαμε όνομα , σα να ηχούσε περιττό .
”Ruf mal die Griechin” (φώναξε την ελληνίδα) είπε ο ιδιοκτήτης σε κάποιον υπάλληλο, κι εγώ από το γραφείο μου διόρθωσα «Adriana». Έτσι έμαθε επιτέλους το όνομά μου, το οποίο του είχε τελικά διαφύγει , γιατί το μόνο που είχε κάνει σε σχέση με τη σύμβασή μου ήταν να την υπογράψει. Την έδωσε στον οικονομικό σύμβουλο της εταιρείας για να τη συντάξει .
Γρήγορα εγκλιματίστηκα στην εταιρεία, το ίδιο κι ο άντρας μου. Ο καθένας μας ανέλαβε και διαφορετικό μέρος της δουλειάς, εγώ έψαχνα προσφορές από τα συνεργεία , ο σύζυγος συντόνιζε τις δουλειές στα εργοτάξια.
Μια μέρα ο άντρας μου ήρθε στη εταιρεία πανιασμένος, κρατώντας μια εφημερίδα στα χέρια του . Με κοιτούσε σα χαμένος.
«Μεγάλος σεισμός 7,2 Ρίχτερ έπληξε την Ελλάδα» έλεγε με μεγάλους τίτλους η Die Zeit Zeitung.
«Όσα δεν φέρνει ο χρόνος τα φέρνει η ώρα», είπα από μέσα μου, μιας και η Τσάϊτ (Χρόνος) δημοσίευσε πρώτη το δυσάρεστο νέο. Τώρα δεν είχαμε τίποτε να μας κρατάει στη Στουτγκάρδη. Ο σεισμός έπληξε τη περιοχή μας και το μόνο μας μέλημα εκείνη την ώρα ήταν να φύγουμε πίσω στη πατρίδα. Εκεί «οι δικοί» μας άνθρωποι θα υπέφεραν για καιρό. Εμείς οι μηχανικοί είμαστε απαραίτητοι όσο ποτέ σε μιαν τέτοια ώρα. Τα κλιμάκια που θα οργανωθούν για το στήσιμο των πρώτων καταυλισμών, για τον απεγκλωβισμό των καταπλακωμένων, για τη πρόχειρη υποστύλωση των υπό κατάρρευση κτιρίων, για τις γρήγορες καταγραφές των ζημιών, για την πρόταση μέτρων προστασίας και επισκευών στα επικίνδυνα κτίρια, ζητούσαν τη συνδρομή μας. Η συνήθης πρακτική είναι να ζητούμε τη βοήθεια και από άλλες χώρες, σε τέτοιες απρόβλεπτες καταστάσεις από φυσικές καταστροφές. Η Ελλάδα που μας έδιωξε με την ανεργία μας χρειάζεται. Κι εμείς τη χρειαζόμασταν πάλι ως πατρίδα, να νιώσουμε πιο οικείοι σε ένα δικό μας τόπο.
Πήραμε το αεροπλάνο της επιστροφής. Τραντάχτηκα ολόκληρη όταν πέσαμε σ` ένα κενό αέρος και μου φάνηκε ότι ξύπνησα από ένα βαθύ ύπνο.

« Η εφημερίδα σας» μου είπε η συνεπιβάτης μου. Σας έπεσε ενώ κοιμόσασταν. Δεν ήταν η Τσάϊτ παρά μια τοπική εφημερίδα και δεν είχε σε πηχαίους τίτλους καμία είδηση για σεισμούς ή παρόμοιες θεομηνίες. Κι εγώ δεν επέστρεφα από τη Στουτγκάρδη αλλά προορισμός μου ήταν η Αθήνα.
Άρχισα να συνειδητοποιώ τη πραγματικότητα. Ώστε δεν ήμουν άνεργη μηχανικός ; Δεν εργαζόμουν εκτός Ελλάδας ; Ναι τώρα άρχισα να θυμάμαι!
Με αφορμή τη συναυλία του γιού μου μέσα στα πλαίσια του προγράμματος για Νέους κιθαριστές πήγαινα στην Αθήνα, να τον απολαύσω στη συναυλία που θα δίνονταν στο Μέγαρο Μουσικής. Η εφημερίδα είχε ανακοίνωση του προγράμματος κι εγώ περήφανη μητέρα διάβαζα το όνομά του ανάμεσα στους συμμετέχοντες.
Στα ψιλά, πολύ ψιλά γράμματα της εφημερίδας υπήρχε και μια ανακοίνωση της προέδρου της ελληνικής παροικίας του Αμβούργου, που καλούσε τους Έλληνες της παροικίας να συμμετάσχουν στο συνέδριο του Απόδημου Ελληνισμού που θα γινόταν στην Αθήνα, το ίδιο χρονικό διάστημα με τη συναυλία. Στους ομιλητές περιλαμβάνονταν και η πρόεδρος της παροικίας η κα Πέπη Κασσαρίδου, μια ικανή και δραστήρια ελληνίδα, πόντια στη καταγωγή , της οποίας παραθέτονταν το πλούσιο βιογραφικό .
Και πράγματι είχε πολύ σημαντική δραστηριότητα στη παροικία. Δαιμόνια επιχειρηματίας στο χώρο της πληροφορικής ανέδειξε ιδιαίτερα το ελληνικό στοιχείο στη πόλη της με πλήθος δραστηριοτήτων και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Πρόσφατα είχε αναπτύξει μια καινοτομία στο κλάδο της πληροφορικής αξιοποιώντας κάποια προγράμματα για αλλοδαπούς επιχειρηματίες. Παρά την εικοσιπενταετή παραμονή της στη Γερμανία και τη πετυχημένη καριέρα της εξακολουθούσε να λογίζεται ως αλλοδαπή.
«Να σας συστηθώ» μου είπε η συνεπιβάτης μου: «Κασσαρίδου Πέπη λέγομαι κι έρχομαι από το Αμβούργο». Τη κοίταξα σαν αποσβολωμένη!
«Μόλις διάβασα για σας» είπα και της έδειξα τα ψιλά της εφημερίδας.
Αμέσως γίναμε φίλες. Σα να γνωριζόμασταν από παλιά, σα να καθόμασταν κάποτε στο ίδιο θρανίο. Κι ήταν μόνον η διπλανή μου συνεπιβάτης σ` αυτή τη πτήση.
«Πειράζει να σε λέω...διπλανάκι; » της είπα αστειευόμενη καθώς προσγειωνόμασταν.
Μέσα σε λίγη ώρα μου ήρθαν τα πάνω- κάτω στο χώρο της «συνειδητοποίησης» αναφορικά με τη μετανάστευση. Εγώ ποτέ δεν είχα ασχοληθεί μ` αυτό το θέμα.
Αρκούσαν μόνο δυο αράδες στα ψιλά της εφημερίδας , ένα « χαίρω πολύ» στο αεροπλάνο και η ανάμνηση του θείου Μιχάλη , που ήταν ο μοναδικός Μετανάστης της οικογένειας για να συνειδητοποιήσω, ότι εν δυνάμει κάποτε μπορεί όλοι μας να γίνουμε μετανάστες.
Ενδέχεται να μας διώξει η πατρίδα, ο πόλεμος , η κακιά μας τύχη, μπορεί να γίνει από επιλογή μας, από ανάγκη, από φυσικές καταστροφές και θεομηνίες.
Μετανάστες μπορεί να λογιζόμαστε στις χώρες υποδοχής μας , ακόμη κι αν ζήσουμε σ` αυτές για το υπόλοιπο της ζωής μας.
Πολίτες του κόσμου είμαστε όλοι εν τέλει , ενός άνισα κι άδικα κατανεμημένου κόσμου τόσο χωρικά , εδαφικά όσο και οικονομικά ,πληθυσμιακά, πολιτιστικά ή ό, τι άλλο , που μέσα από απρόβλεπτες κι ανεξέλεγκτες καταστάσεις μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο ακόμη και να λιμοκτονούμε.
Φοβάμαι ότι κάποτε όλοι μας θα βρεθούμε μπροστά στο κορυφαίο ερώτημα: όχι πόσες μετάνοιες κάναμε, ή πόσα κομποσχοίνια μετρήσαμε, μα αν δώσαμε νερό στο διψασμένο, φαγητό στο πεινασμένο, φάρμακο στον άρρωστο , στέγη στο πληγέντα και υποδοχή στο μετανάστη.