.....ποίηση είναι αυτή η επικοινωνία του ατομικού λόγου ύπαρξης με τους άλλους λόγους ύπαρξης, αυτούς των Αναγνωστών του.

«....Κατά την άποψή μου το ποίημα «τελειοποιείται» μόνο, όταν το παραλάβει ο Αναγνώστης και το κάνει δικό του...»


Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

ΜΟΝΟΜΑΧΟΣ



















Για να σ` εκδικηθώ
τη σκουριασμένη πανοπλία μου
ξαναφορώ
-λαδώνω μ` επιμέλεια
τις αρθρώσεις.
Από τη ζώνη το σπαθί τραβώ
και στο καθρέφτη μου μπροστά,
όλες του μονομάχου
κάνω τις κινήσεις.
(Κι ως στο ημίφως η κόψη του γυαλίζει,
τη κόμη μου χτενίζει…)
Μα κι όλα ράκος έγινα `γω,
με παλιοσίδερα -σπαθιά,
τις μάχες δε ξεβγάζω
(στο λέω δα τόσο καθαρά
πάρε τα σίδερά μου πια,
από μένα είναι που τρομάζω).
Για να μ` εκδικηθώ
(βρίζω, φωνάζω, αγαναχτώ)
τα σίδερα θα λιώσω:
χωρίς στολή σε συναντώ
δίχως σπαθί ή εξοπλισμό
(αυτό είναι το μόνο που φορώ)
το πιο βαθύ μου εαυτό
στη δούλεψή σου….

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

ΣΙΛΩΑΜ

Αφιερώνεται
στη manicdepression
με πολλή αγάπη
γιατί αυτό το καιρό

απουσιάζει
κι είναι

τόσο αισθητή
η απουσία της....






Ακούσαμε
για του Σιλωάμ τη κολυμπήθρα
-είπα να σε πάω κι εκεί παιδί μου,
να θεραπευτείς.
Με πόση υπομονή
περίμενα να σε βουτήξω
κι όταν κατέβηκε ο Άγγελος
πέταξε προς το μέρος μου
και μου `πε:
«Ύπαγε τέκνον μου,
εθεραπεύθης! »
«Μα, εγώ Κύριε είμαι η συνοδός»
Του αποκρίθηκα,
κι ένιωσα να βλέπω
μ` άλλα μάτια.
Του κάκου σ` έψαξα
ανάμεσα στους ευπαθείς.
Παιδί μου εσύ
έτρεχες με χίλια…

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007

ΣΚΙΣΜΕΝΟΙ ΧΑΡΤΑΕΤΟΙ

Πέρασε ανεπιστρεπτί
της εφηβείας η ανάμνηση
κι αυτό που ως αναβίωση
ελπίσαμε,
της λήθης σέρνει το καρότσι,
πορεύεται
με της ωριμότητας πατίνια.
Καμια κυκλικότητα πια
δεν έχουν οι χοροί μας
κι ας νομίσαμε,
πως νέα μέλη
θα πιάσουν το μαντήλι,
αντοχής λεβέντισσας
σκαρώνοντας φιγούρες.
Από τούδε
δε θα μπορούμε πια
πολύχρωμο
τον αητό μας να πετάξουμε
-τα ζύγια του κοπήκαν ξαφνικά.
Κι εμείς
της αναβίωσης χαρταετού
οι εραστές,
εφημερίδες ψαλιδίζουμε
ισορροπώντας την ουρά του
που βουτάει με φόρα.
Έλα ξανά υπόσχεση
στου κύκλου μας το γύρισμα,
ότι λίγη ακόμα
μας απόμεινε η αντοχή`
ταχιά θα πιάσει
της ερημιάς μας ο Βαρδάρης
χαρταετούς εξακοντίζοντας
σ`ηλεκτροφόρα σύρματα…

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2007

ΚΟΨΗ ΣΠΑΘΙΟΥ

Αφιερώνεται στον Αλεξ




(akb8862)-KITΡΙΝΗ ΠΟΛΗ




γιατί αποτελεί πρότυπο αναγνώστη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι στη προσπάθεια του να διαβάσει τους ένθετους στίχους θα κάνει μιαν υπέρβαση!




“Deine Tränne


mußt Du zussammenteilen


Anders
Als Fluch


Folgen sie Dir
Die Ausdrücklose Träne”






To δάκρυ σου
να το μοιράζεσαι…
σα κατάρα
σ`ακολουθεί


τ`ανέκφραστο το δάκρυ...»


Mόλις διαβασα αυτές τις γραμμές , το λιγοστό ακροατήριο ξέσπασε σε δυνατά χειροκροτήματα. Αναρωτιόμουν, άραγε τόσο πιστή ήταν η μετάφραση του ποιήματος μου στη γλώσσα τους και τους άγγιξε τόσο, ή μήπως τόσα πολλά ανέκφραστα συναισθήματα είχαν οι ακροατές μου , που βρήκαν δίοδο διαφυγής;
Το πιο δυνατό χειροκρότημα μου το χάρισε μια εντελώς διαφορετική , μελαγχροινή νεαρή με κατάμαυρα γυαλιστερά μάτια και φερετζέ. Μου έκανε εντύπωση από τη πρώτη στιγμή , τι ενδιαφέρον μπορεί να είχε μια κοπελιά με φερετζέ σε μια ξένη χώρα, για μια ξένη λογοτέχνιδα που έκανε απόπειρες μετάφρασης της δικής της ποίησης στη ξένη γλώσσα.
Στα πλαίσια των ελληνογερμανικών ανταλλαγών νέων λογοτεχνών είχα προσκληθεί από τον ελληνογερμανικό σύνδεσμο της Κολωνίας (Kölnischer griechisch-deutscher Verein) για να παρουσιάσω κάποια από τα ποιήματά μου, σε δική μου γερμανική μετάφραση. Επειδή γενικά η ποίηση και ειδικότερα η ξένη ποίηση στην αλλοδαπή δεν παρουσιάζει και ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποφασίστηκε από το σύνδεσμο, προκειμένου να εξασφαλιστούν τα χρήματα τουλάχιστον για τα φώτα και το τσάι ή το καφέ που θα προσφερόταν στους θαμώνες, να οργανώναμε κι ένα μπαζάρ με δικά μας αγαπημένα αντικείμενα που θα πουλιόνταν ώστε τα έσοδα να διατεθούν για τους σκοπούς του συνδέσμου. Μάλλον αυτό τους έκανε να έρθουν στο πατάρι της οδού Μπανχοφστράσσε κι όχι αυτή καθ`εαυτή η ποίησή μου. Έτσι κι αλλιώς, το `βλεπα καθαρά, ότι το ακροατήριο άρχισε ήδη να βαριέται , όπότε για να τους ξυπνήσω είπα για το «ανέκφραστο το δάκρυ».




Μετά τα χειρόκροτήματα τούς δόθηκε η ευκαιρία να κεραστούν καφέ και να περιπλανηθούν στην έκθεση αντικειμένων. Εγώ είχα προσφέρει στο σύνδεσμο ένα βαθύ ξυλόγλυπτο μοντέρνου αφαιρετικού θέματος, κάποιοι είχαν φέρει δίσκους μεσαιωνικής μουσικής και κάποιος ένα σπαθί με σκαλιστή λαβή κι αστραφτερή λάμα.
Η κοπέλλα με το φερετζέ περιέργάζονταν για ώρα το ξυλόγλυπτό μου κι εγώ από την άλλη το σκαλιστό σπαθί. Μάλιστα το έβγαλα από το θηκάρι και παρατηρούσα προσεκτικά τη λάμα του. Άστραψε η κόψη του στο ημίφως. Αποφάσισα να περιπλανηθώ στη πόλη μέχρι να έρθει η ώρα να πάρω το δρόμο της επιστροφής με το σιδηρόδρομο. Η αλήθεια είναι στις ξένες πόλεις μόνο με χάρτη περιπλανιέμαι και γω δεν είχα, έτσι ζήτησα από το σύνδεσμο κι ανακάλυψα ένα παλιό χάρτη, μή ενημερωμένο. Είχαν αλλάξει οι ονομασίες των οδών, όπως με πληροφόρησαν τα μέλη του συνδέσμου, όμως αυτό δε με δυσκόλευε πολύ, αφού τα ορόσημα καθώς και η ρυμοτομία της πόλης δεν είχαν αλλάξει εδώ κι αιώνες . Εξάλλου ο χρόνος μου ήταν πολύ περιορισμένος ίσα-ίσα που προλάβαινα να μπω μέσα στο Ντομ, το καθεδρικό ναό και να πάρω το δρόμο για τη Deutschebrücke , τη Γερμανική γέφυρα, πριν καταλήξω στο κεντρικό σταθμό.
Τα `χασα στο Ντομ! Δεν ήταν μόνο το τεράστιο ύψος του, το επιβλητικό μεγεθός του, η παλαιότητά του κι η εσωτερική του διακόσμηση με τα υπέροχα, περίπλοκα χρωματιστά βιτρώ. Τα ξυλόγλυπτα, τα σκεύη λατρείας, οι εικόνες, τα αγάλματα , το όργκελ.


Η κατανυκτική ατμόσφαιρατης μεσαιωνικής μουσικής ήταν που με μάγεψε ιδίως, γιατί εκείνη τη στιγμή έκανε πρόβα η χορωδία . Είπα να ανέβω τα σκαλιά προς το πατάρι, μου το απαγόρεψαν κι έτσι έφυγα.
Άρχισε να σουρουπώνει, θέλησα να τραβήξω προς τη γέφυρα του Ρήνου και ξαφνικά μπλέχτηκα με ένα σμήνος ανθρώπων, που έφευγαν βιαστικοί από κάθετες οδούς προς το κεντρικό σταθμό. Ήταν η ώρα που σχολούσαν από τις δουλειές τους, το σούρουπο πήχτωνε και το κρύο γινόταν αισθητό. Για να προφυλαχτώ από την ορμή του πλήθους που έτρεχε να προλάβει τους συρμούς έστριψα σε μια μικρή αδιέξοδη πάροδο. Εκεί στο τέρμα του αδιέξοδου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί μαζί πεσμένοι στα γόνατα σα να έκαναν προσευχή, διέκρινα φερετζέδες . Στο σημείο που άφηναν τα παπούτσια τους είδα το ξυλόγλυπτό μου να στέκεται με τη πλάτη στηριγμένο σ` έναν τοίχο. Αισθάνθηκα κάτι αιχμηρό στο πλευρό μου και στρίβοντας το κεφάλι μου είδα μια λάμα σπαθιού να γυαλίζει . Ήταν το ίδιο σπαθί που είχα περιεργαστεί στο σύνδεσμο. Μου έκανε νεύμα ο μουσάτος που το κρατούσε « Έλα μαζί μου».
Με διαπέρασε ένα ρίγος σ`όλο μου το κορμί. Προσπάθησα να φωνάξω χωρίς να γίνω αντιληπτή , αλλά ένιωσα το σπαθί ακόμη πιο απειλητικό στο σώμα μου. Σκέφτηκα ότι η εγκληματικότητα σ`αυτή τη πόλη δεν είναι και τόσο αυξημένη, κάποιος θα μπορούσε να με προσέξει. Δεν είχα άλλη επιλογή και τον ακολούθησα. Με πήγαινε ακουμπώντας το σπαθί πάνω μου καλύπτοντάς το με το πανωφόρι του. Έκανα νεύμα σ`ένα περαστικό , του έδειξα δίπλα μου, σήκωσε τους ώμους αδιάφορα κι έφυγε. Σταθήκαμε σ`ένα παλιό σπίτι που βρισκόταν παράμερα, σ` ένα σκοτεινό σοκάκι. Η πόρτα ήταν ανοιχτή και στο κενό του κασώματος, από το υπέρθυρο έως το κατώφλι, έπεφτε μια βαριά βελούδινη πράσινη κουρτίνα, σαν αυτές του θεάτρου. Μέσα υπήρχαν μόνο γυναίκες με φερτζέ. Αρχισα να τις μιλώ στη ξένη γλώσσα, έδειχναν να μη πολυκαταλαβαίνουν κι αποφάσισα να συννενοηθώ μαζί τους με νοήματα. Το έβλεπαν ότι ήμουν φοβισμένη και κουρασμένη , μου `δωσαν ένα μαξιλάρι να καθήσω στο πάτωμα, εγώ αρνήθηκα και μου πρόσφεραν τσάι. Το ήπια όρθια. Σε λίγο μπήκε η κοπέλλα με το φερετζέ. «Γιασμίν» μου συστήθηκε κι εγώ προπάθησα να της πω το δικό μου, αλλά με διέκοψε.
Πολλές γυναίκες με φερετζέ πηγαινοέρχονταν στο σπίτι, που έμοιαζε να είναι γι αυτές ένας δημόσιος χώρος. Ίσως κάτι σα τον ελληνογερμανικό σύνδεσμο.
Η Γιασμίν είχε μάλλον κάποια εξέχουσα θέση παρά το νεαρό της ηλικίας της. Από τις κινήσεις της φαίνονταν να έχει μια καλλιέργεια. Δε καταλάβαινα τη γλώσσα τους μα ο τρόπος που μιλούσε ήταν πιο έυηχος, σαν οι λέξεις που χρησιμοποιούσε να έβγαζαν έναν άλλο ήχο. Δε θυμάμαι να κοιμήθηκα πάντως μου φάνηκε πως ξημέρωσε.
Ο μουσάτος με πήρε με ένα παλιό αυτοκίνητο και με μετέφερε σ`ένα μικρό εργοστάσιο, που έμοιαζε με εγκατελειμένο. Το εργοστάσιο βρισκόταν αρκετά έξω από τη πόλη , σ`έναν λόφο με έλατα. Παρόλο που έμοιαζε εγκατελειμένο υπήρχε γραμμή παραγωγής, έβγαιναν ταπετσαρίες για πόρτες αυτοκινήτων διαφορετικών εταιρειών και κάποιες γυναίκες με φερτζέ ταξινομούσαν τα σχέδια και τα χρώματα. Με πήγαν στα γραφεία και με άφησαν εκεί. “Zeichne” (Σχεδίασε), με πρόσταξε ο μουσάτος. Ήταν σα να μου έδινε την εντολή να σχεδιάσω ένα καινούργιο τύπο ταπετσαρίας, για ένα άγνωστο τύπο αυτοκινήτου και για μιαν άγνωστη εταιρεία. Ακόμη και τα εργαλεία σχεδίασης μού ήταν άγνωστα. Προσπάθησα να διαμαρτυρηθώ μα έκανε πως δεν καταλαβαίνει τη ξένη γλώσσα. Με τα νεύματα ήταν αδύνατο να συννενοηθώ και κοιτούσα τριγύρω μου απελπισμένη, ψάχνοντας έξοδο διαφυγής. Σε λίγο φάνηκε η Γιασμίν. “Zeichne” με πρόσταξε κι αυτή, μόνο που τώρα μου παρέστησε με τα χέρια της το ξυλόγλυπτο.
Ήθελε λοιπόν να της σχεδιάσω το αφηρημένο σχέδιο του ξυλόγλυπτου στις μικρές διαστάσεις ενός μπλογκ ζωγραφικής. Δε μου πήρε πολλή ώρα, της το `δωσα και χαμογέλασε ευχαριστημένη. Δε ξέρω πόση ώρα πέρασε , πόσες μέρες ή πόσοι
μήνες. Ο χρόνος μου φαινόταν άχρονος. Ένιωθα ότι με τη Γιασμίν μας έδενε κάτι κοινό κι αυτό ήταν το σκίτσο μου. Κι εκείνο το χειροκρότημα; Να υπήρχαν άραγε κι άλλα που μας έδεναν; Ξαφνικά το δάσος πήρε φωτιά. Τα δέντρα καίγονταν σα λαμπάδες κι άρχισε ν`απειλείται το εργοστάσιο. Οι εργαζόμενες με τους φερετζέδες έβγαιναν έξω σαν αλαφιασμένες φωνάζοντας,αλλά η Γιασμίν έδειχνε ψύχραιμη. Με πήρε από το χέρι και τρέξαμε μαζί προς τα έξω, προσπαθώντας να διασχίσουμε τους πηχτούς καπνούς. Τρέχαμε ακατάπαυστα ώσπου φτάσαμε σε ένα ξέφωτο γεμάτο παράξενα βράχια. Εκεί αναγνώρισα το υλικό από το οποίο ήταν φτιαγμένη η χειρολαβή του σπαθιού.
«Nimm” (Πάρε) , είπε η Γιασμίν κι εγώ προσπαθούσα να ξεκολλήσω από το βράχο ταιριαστά κομμάτια που να μοιάζουν με λαβές. Ανέβαινα ακατάπαυστα μέχρι που έφτασα σε έναν γεωλογικό σχηματισμό σα θρόνο. Κάθησα να ξαποστάσω. Ξαφνικά άρχισαν από τα βράχια να βγαίνουν σύντροφοι από τη ράτσα της Γιασμίν. Κρατούσαν σπαθιά και τα διασταύρωναν σε σχηματισμούς, τάχα να περάσω από κάτω. Εγώ καθόμουν στο θρόνο και έκλαιγα γοερά. «Πρώτη μου φορά κλαίω τόσο πολύ χωρίς λόγο» σκέφτηκα, κι απο το στόμα μου έβγαινε κατ` επανάληψη η λέξη, Mutti, Mutti.
Θυμήθηκα τα τελευταία λόγια μου στο σύνδεσμο:
“Deine Tränne
mußt Du
zussammenteilen …
Anders
Als Fluch
Folgen sie Dir
Die Ausdrücklose Träne”

To δάκρυ σου
να το μοιράζεσαι
σα κατάρα σ`ακολουθεί
τ`ανέκφραστο το δάκρυ...»


Τί μοιραζόμουν λοιπόν με τη Γιασμίν και τους ομόαιμούς της; Να που είχαμε τόσα πολλά κοινά....

«Σας αρέσει το σπαθί;» με ρώτησε σε άπταιστα γερμανικά η κοπέλλα με το φερετζέ.
«Ναι είναι εκπληκτικό το σκάλισμα στη τόσο σκληρή πέτρα» απάντησα.
«Εσείς πάλι σκαλίζετε πιο μαλακά υλικά» και γύρισε προς το ξυλόγλυπτο.
«Θα το πάρω» είπα για το σπαθί, στην εκπρόσωπο του συνδέσμου.
«Κι εγώ» είπε για το ξυλόγλυπτο η άγνωστη κοπέλλα.
Αποχαιρετιστήκαμε μ`ένα χαμόγελο.
Ξαναγύρισα να τη ρωτήσω πώς τη λένε και μου φώναξε απ` το τέλος του διαδρόμου «Γιασμίν»

Έβγαλα από το θηκάρι το σπαθί. Γυάλισε η κοφτερή του λάμα. Πάνω του είχε σκαλισμένα τα λόγια μου , όπως κάνουν οι τεχνήτες στα κρητικά μαχαίρια:
“Deine Tränne mußt Du
zussammenteilen
Anders
Als Fluch
Folgen sie Dir
Die Ausdrücklose Träne”



Πέρασα το σπθί στη ζώνη μου.
«Αν έξι στίχοι μας κρατούν τόσο δεμένους» μονολόγησα «φαντάσου τα δάκρυα τα εκφραστικά».
Έξω νύχτωνε κι έγώ έφτανα στο σταθμό. Έλεγα να προλάβω να δω το Ντομ πριν νυχτώσει, μέχρι να πάρω το τρένο της επιστροφής.
Στο πλευρό μου ένιωσα κάτι αιχμηρό.Aνατρίχισα σύγκορμη...