.....ποίηση είναι αυτή η επικοινωνία του ατομικού λόγου ύπαρξης με τους άλλους λόγους ύπαρξης, αυτούς των Αναγνωστών του.

«....Κατά την άποψή μου το ποίημα «τελειοποιείται» μόνο, όταν το παραλάβει ο Αναγνώστης και το κάνει δικό του...»


Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

ΑΜΑΝΕΣ

ΑΜΑΝΕΣ
“Να στε καλά κορίτσια, διασκεδάσαμε υπέροχα!” μας συνεχάρηκαν οι θαμώνες της μικρής παραλιακής ψαροταβέρνας. “Τα νιάτα δεν κρύβονται!”
“Ποιά νιάτα;”, σκέφτηκα. Η μικρότερη σαρανταπεντάρα και η μεγαλύτερη (η αφεντιά μου) πενηνταπεντάρα , δεν μας λες και νιάτα. 
Η μάζωξη έγινε στα ξαφνικά,  έτσι απλά  με ένα μειλ, που διαχέεται στις οθόνες του υπολογιστή, όταν το πρωί ανάμεσα στα βαρετά e-mails σου`ρχεται αναπάντεχα ένα spam του είδους: “ Θα βρεθούμε όλες οι παλιές συναδέλφισσες τότε, στις τάδε ώρα , στου τάδε”.
Ε! δεν θέλει και πολύ να φτιάξεις καλή διάθεση! Λίγο η ανάγκη να βάλεις στην μπάντα τα προβλήματα της καθημερινότητας και της δουλειάς, λίγο η αλλαγή υπηρεσίας της Ρένας, λίγο η ενδουπηρεσιακή μεταβολή της Πέπης και λίγο το γεγονός της μεταξύ μας αποξένωσης, ένα τσαφ! θέλει για να ανάψει το κέφι. Η αλήθεια είναι, ότι στο παρελθόν το κέφι έφτιαχνε πιο εύκολα, μα με καλή παρέα όλα ξεχνιούνται, παρά τις εμβόλιμες ( ως παράσιτα ) κουβέντες για τα ενδουπηρεσικά προβλήματα.

Η μουσική αποθεωτική και οι θαμώνες ταλαντούχοι, τόσο ο κύριος που αυθόρμητα πήρε το μικρόφωνο όσο και  οι παρευρισκόμενες “χορεύτριες”. Ο  μπουζουκστής κι ο κιθαρίστας , που συνόδευαν την φιέστα επίσης υπέροχοι καθώς κι η τραγουδίστρια του μαγαζιού.

“Θα παίξετε ένα αμανέ;” ζήτησε παραγγελιά η Ρένα και με το ξεσηκωτικό της τσιφτετέλι έδωσε τον σπινθήρα και φούντωσε το κέφι στην ταβέρνα. Τι να τραβάνε βίντεο οι θαμώνες, τι οι περαστικοί να κοντοστέκονται και να φωτογραφίζουν, τι να ξεσηκώνονται κι οι υπολοιποι να χορέψουν, πόση ανάγκη το`χουμε τελικά το ξεφάντωμα, αυτό το “να το ρίξουμε έξω βρε αδερφέ και να καούν τα κάρβουνα!”. 

Αυτόν τον είδα από την πρώτη στιγμή. Μου φάνηκε γνωστός, μα ήταν εμφανώς αδυνατισμένος και δίπλα του μια γυναίκα ,  που επίσης μου φάνηκε γνωστή και πολύ γερασμένη , παρά την ομορφια που κρύβονταν κάτω από τις ρυτίδες. 
Παρατηρούσε τη Ρένα φεγαλέα και μετά έπαιρνε το βλέμμα του, λες με αποστροφή . Στην αρχή νόμισα , πως φοβόταν την επίκριση της γυναίκας του. “Μπα! ”σκέφτηκα, “μάλλον τον εαυτό του θα φοβάται περισσότερο”.
Μετά θυμήθηκα....Με έναν αμανέ ξεκίνησαν όλα. 

Τί κορμί θαυμάσιο και πώς λικνιζόταν σαν φίδι , η γυναίκα του σε κάθε ευκαιρία! Μέχρι στα τραπέζια ανέβαινε κι όλοι να την θαυμάζουν και να την χειροκροτούν. Το πώς χόρευε το τσιφτετέλι ήταν αξιοπρόσεκτο, γιατί όλοι καταλαβαίναμε πως το νιωθε, πως έβγαινε έμφυτο από μέσα της ,σα μια ανάγκη εκτόνωσης ή και δημιουργίας μιας σαγηνευτικής ατμόσφαιρας φευγαλέας, όσο διαρκεί ένα τσιφτετέλι .
Δεν θυμάμαι αν ήταν το ποτό ή κάποιο λάγνο βλέμμα δικό της ή ενός θαμώνα, πάντως στο τελευταίο πανηγύρι που παρευρεθήκαμε μαζί “την γιορτή σταφυλιού” έγινε το κακό, με αφορμή ένα ακόμη τσιφτετέλι της. 
Αυτός ήθελε να είναι ο μοναδικός , που θα θαύμαζε την γυναίκα του, μα η ομορφιά κι η χάρη δεν περιορίζονται. Πήγε βιαστικά κι έφερε την καραμπίνα από το σπίτι. Τον πυροβόλησε εν ψυχρώ...Ευτυχώς ο παθών δεν κατέληξε κι έτσι ο δράστης καταδικάστηκε σε δώδεκα χρόνια κάθειρξη για την απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση και οπλοχρησία. Εξέτισε ποινή στην αγροτική φυλακή της Κασσάνδρας και έτσι βγήκε στην εξαετία. 

Κι ενώ η Ρένα λικνιζόταν με τέτοια χάρη και έμπνευση υπό τους ήχους της ορχήστρας , η ατυχής γυναίκα  του δράστη κουνούσε τα πόδια της κάτω από το τραπέζι  και ο κορμός της άγαλμα. Απόφαγαν και με βιαστικές κινήσεις ζήτησαν τον λογαριασμό.

Η Ρένα συνέχισε να λικνίζεται με χάρη , παντελώς ελεύθερη κι απαλλαγμένη από αγκυλωτικά ή κτητικά βλέμματα. Εξάλλου το `χει ως στάση ζωής.
Να σαι καλά Ρένα μου , να ξαναβρεθούμε!