Η Πέπη ήταν η κολλητή μου συμμαθήτρια και καθόμασταν μαζί στο ίδιο θρανίο. Κόρη οικονομικών «Gastarbeiter» μεταναστών του Πελοπίδα και της Ρένας , μεγάλωσε σε ένα χωριό των Σερρών με το παππού και τη γιαγιά , γιατί οι γονείς της είχαν φύγει μετανάστες, λόγω των εξαιρετικά μεγάλων οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν στο χωριό. Ο Πελοπίδας είχε ανοίξει μια μικρή μονάδα παραγωγής τσιμεντόλιθων , όμως στην επαρχία δεν είχε καμιά προοπτική. Έπεσε έξω και τον έπνιξαν τα χρέη. Όταν πια τα όρια της επαρχίας ήταν πολύ στενά για τη Πέπη, το πανέξυπνο κορίτσι ήρθε στη Θεσσαλονίκη στην τάξη της α` Λυκείου για να συνεχίσει τις σπουδές της , μεγαλώνοντας αυτή τη φορά με τις θείες της. Η Θάλεια η αδελφή της, από την άλλη μεριά , αρκετά χρόνια μικρότερη καθώς ήταν , ζούσε με τους Gastarbeiter-γονείς της στη Γερμανία. Η Πέπη αποφάσισε να σπουδάσει πληροφορική και έτσι αναχώρησε ολοταχώς για τη Γερμανία, ενώ η Θάλεια αποφάσισε να σπουδάσει Αρχαιολογία και έτσι ήρθε ολοταχώς στην Ελλάδα.
Από τότε η «Κατσαρίδα» έζησε όλο το υπόλοιπο του βίου της μέχρι σήμερα στην αλλοδαπή, δημιουργώντας μια πετυχημένη επιχείρηση πληροφορικής κι επεκτείνοντάς την , ενώ η Θάλεια στην Ελλάδα ακόμη περιμένει να διοριστεί. Οι γονείς τους επέστρεψαν με τη σύνταξη στα πάτρια εδάφη ξαναγυρνώντας στο χωριό.
Ποιός ήταν μετανάστης , πού και γιατί ; Στη δική τους περίπτωση είναι ακόμη μια μπερδεμένη υπόθεση , που δεν έχω ολότελα ξεδιαλύνει.
«Μήπως μπορείτε να μου πείτε, πού βρίσκεται η οδός. Μουσών; » ρώτησε με σπασμένα ελληνικά μια γερμανίδα με ταξιδιωτικό σακίδιο στη πλάτη, ενώ καθόμασταν στο «Καντάρι» , στην Ανω-Πόλη και πίναμε τις ρετσίνες μας με τη Πέπη. Η φίλη μου ερχόταν ανελλιπώς τα καλοκαίρια από τη Γερμανία και τις περισσότερες από τις μέρες της διαμονής εδώ, τις περνούσαμε οι δυο μας παρέα.
«Ιδιαίτερη πολύ ιδιαίτερη περίπτωση» είπα στη φίλη μου σχολιάζοντας, ότι η Χίλντε δεν είχε κατάφερε να μάθει ούτε τρεις λέξεις μέσα στα σαράντα χρόνια του γάμου της με το θείο Μιχαλάκη. Της προτείναμε να την κεράσουμε και μας είπε σε πολύ καλά ελληνικά, ότι πρώτη φορά της συμβαίνει κάτι τέτοιο και κάθισε μαζί μας.
Η Μόνικα ήταν γερμανίδα καθηγήτρια βιολόγος σε γερμανικό σχολείο , που για τους δικούς της προσωπικούς λόγους- ένα διαζύγιο στα σκαριά- εγκατέλειψε τη χώρα και τη σίγουρη δουλειά της . Εδώ θα εργαζόταν ως καθηγήτρια γερμανικής σε κάποιο ινστιτούτο, μετά από επιμόρφωση, έτσι το πρώτο-πρώτο που έκανε ήταν να παρακολουθήσει το σχολείο ελληνικής γλώσσας του ΑΠΘ. Εκεί έμαθε να μιλά τα υπέροχα ελληνικά της. Πάντως προς το παρόν εργάζονταν ως καθαρίστρια σε ένα άλλο ινστιτούτο, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της επιμόρφωσής της.
Ήταν η Μόνικα μετανάστρια, ή μήπως θα χαρακτηρίζονταν έτσι αργότερα;
Με τη Μόνικα ανταλλάξαμε τηλέφωνα . Το είδα ως ευκαιρία να εξασκήσω τα γερμανικά μου, αλλά και αυτή για να εξασκήσει τα ελληνικά της. Με μας συνέβαινε το εξής παράδοξο: εγώ της μιλούσα στα γερμανικά κι αυτή απαντούσε στα ελληνικά, έτσι κάναμε δι-γλωσσική εξάσκηση ! Η Μόνικα ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος. Κουβαλούσε όλη τη γερμανική κουλτούρα πίσω της, αλλά και τα ενδιαφέροντά της ήταν πολλά και κοινά με τα δικά μου, κι έτσι ανταλλάσσαμε «ύλη», η μια με την άλλη.
Με μύησε στη γερμανική λογοτεχνία, τη μύησα στην ελληνική. Γνώρισα τραγουδιστές και συγκροτήματα, γνώρισε τα δικά μας. Γράφτηκε σε σύλλογο για να μάθει παραδοσιακούς χορούς, ενώ μου `μαθε βαλς και ταγκό. Εντρυφήσαμε στα μυστικά της δικής μας και της δικής της κουζίνας. Μου έλεγε για τα έθιμά τους των Χριστουγέννων, της έλεγα για τα δικά μας. Τη συνέπαιρνε να ακούει τα παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα. Ζητούσε το Πάσχα μόνη της να στολίσει τη λαμπάδα, ήθελε να βάψει και αυγά. Δεν είχε σημασία που ήταν αλλόθρησκη. Τα έθιμα του τόπου που ζούσε τα βίωνε σαν δική της πραγματικότητα.
Από τότε η «Κατσαρίδα» έζησε όλο το υπόλοιπο του βίου της μέχρι σήμερα στην αλλοδαπή, δημιουργώντας μια πετυχημένη επιχείρηση πληροφορικής κι επεκτείνοντάς την , ενώ η Θάλεια στην Ελλάδα ακόμη περιμένει να διοριστεί. Οι γονείς τους επέστρεψαν με τη σύνταξη στα πάτρια εδάφη ξαναγυρνώντας στο χωριό.
Ποιός ήταν μετανάστης , πού και γιατί ; Στη δική τους περίπτωση είναι ακόμη μια μπερδεμένη υπόθεση , που δεν έχω ολότελα ξεδιαλύνει.
«Μήπως μπορείτε να μου πείτε, πού βρίσκεται η οδός. Μουσών; » ρώτησε με σπασμένα ελληνικά μια γερμανίδα με ταξιδιωτικό σακίδιο στη πλάτη, ενώ καθόμασταν στο «Καντάρι» , στην Ανω-Πόλη και πίναμε τις ρετσίνες μας με τη Πέπη. Η φίλη μου ερχόταν ανελλιπώς τα καλοκαίρια από τη Γερμανία και τις περισσότερες από τις μέρες της διαμονής εδώ, τις περνούσαμε οι δυο μας παρέα.
«Ιδιαίτερη πολύ ιδιαίτερη περίπτωση» είπα στη φίλη μου σχολιάζοντας, ότι η Χίλντε δεν είχε κατάφερε να μάθει ούτε τρεις λέξεις μέσα στα σαράντα χρόνια του γάμου της με το θείο Μιχαλάκη. Της προτείναμε να την κεράσουμε και μας είπε σε πολύ καλά ελληνικά, ότι πρώτη φορά της συμβαίνει κάτι τέτοιο και κάθισε μαζί μας.
Η Μόνικα ήταν γερμανίδα καθηγήτρια βιολόγος σε γερμανικό σχολείο , που για τους δικούς της προσωπικούς λόγους- ένα διαζύγιο στα σκαριά- εγκατέλειψε τη χώρα και τη σίγουρη δουλειά της . Εδώ θα εργαζόταν ως καθηγήτρια γερμανικής σε κάποιο ινστιτούτο, μετά από επιμόρφωση, έτσι το πρώτο-πρώτο που έκανε ήταν να παρακολουθήσει το σχολείο ελληνικής γλώσσας του ΑΠΘ. Εκεί έμαθε να μιλά τα υπέροχα ελληνικά της. Πάντως προς το παρόν εργάζονταν ως καθαρίστρια σε ένα άλλο ινστιτούτο, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της επιμόρφωσής της.
Ήταν η Μόνικα μετανάστρια, ή μήπως θα χαρακτηρίζονταν έτσι αργότερα;
Με τη Μόνικα ανταλλάξαμε τηλέφωνα . Το είδα ως ευκαιρία να εξασκήσω τα γερμανικά μου, αλλά και αυτή για να εξασκήσει τα ελληνικά της. Με μας συνέβαινε το εξής παράδοξο: εγώ της μιλούσα στα γερμανικά κι αυτή απαντούσε στα ελληνικά, έτσι κάναμε δι-γλωσσική εξάσκηση ! Η Μόνικα ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος. Κουβαλούσε όλη τη γερμανική κουλτούρα πίσω της, αλλά και τα ενδιαφέροντά της ήταν πολλά και κοινά με τα δικά μου, κι έτσι ανταλλάσσαμε «ύλη», η μια με την άλλη.
Με μύησε στη γερμανική λογοτεχνία, τη μύησα στην ελληνική. Γνώρισα τραγουδιστές και συγκροτήματα, γνώρισε τα δικά μας. Γράφτηκε σε σύλλογο για να μάθει παραδοσιακούς χορούς, ενώ μου `μαθε βαλς και ταγκό. Εντρυφήσαμε στα μυστικά της δικής μας και της δικής της κουζίνας. Μου έλεγε για τα έθιμά τους των Χριστουγέννων, της έλεγα για τα δικά μας. Τη συνέπαιρνε να ακούει τα παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα. Ζητούσε το Πάσχα μόνη της να στολίσει τη λαμπάδα, ήθελε να βάψει και αυγά. Δεν είχε σημασία που ήταν αλλόθρησκη. Τα έθιμα του τόπου που ζούσε τα βίωνε σαν δική της πραγματικότητα.
Εξαιρετικά επίκαιρο μα & διαχρονικό.Χθες ο γιος μου ξανάβαλε να ξαναδούμε την"Πολίτικη Κουζίνα" & μου θύμισες τώρα κείνη τη φράση της ταινίας που λέει περίπου:"Στην Πόλη μάς έδιωχναν σαν Έλληνες & στην Ελλάδα σαν Τούρκους"!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜία παραδρομή σου λίγο αν θες διόρθωσε που μάλλον θα οφείλεται στην κόπωσή σου λόγω των ημερών.Κάπου λες :"είχε κατάφερΕ".Συγνώμη,ε ;
Υπέροχο.Να σαι καλά.Σου εύχομαι καλή δύναμη & κυρίως καλή ξεκούραση!
Μην αργείς τη συνέχεια καλή μου....
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχουμε και μια ευαισθησία οι άνθρωποι με το θέμα
Καλησπέρα! Κρίμα που δεν μπόρεσες να έρθεις στο ΔΙΕΛΕΥΣΙΣ, ελπίζω στις 10/10/2007 που θα παρουσιαστεί το βιβλίο του Αντρέα να συναντηθούμε όλοι οι γνωστοί!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά!
Alex, η πολίτικη κουζίνα είναι από τις αγαπημενες μου ταινίες, ετσι είναι ξενος στο τόπο του γίνεται δυο φορές ο μετανάστης...
ΑπάντησηΔιαγραφήMeril, απαντώ αμέσως με νεα αναρτηση..
ΑπάντησηΔιαγραφήΘοδωρή,
ΑπάντησηΔιαγραφήπάλι οικογ.υποχρεώσεις της τελευταίας στιγμής με κράτησαν μακριά...Δε ξέρω μάλλον δυσκολέυομαι στο συντονισμό μου με κάποια πράγματα. Αντε ας βάλω πλώρη για τον ΜΑραθώνιο, μήπως και με σηκώσει...