.....ποίηση είναι αυτή η επικοινωνία του ατομικού λόγου ύπαρξης με τους άλλους λόγους ύπαρξης, αυτούς των Αναγνωστών του.

«....Κατά την άποψή μου το ποίημα «τελειοποιείται» μόνο, όταν το παραλάβει ο Αναγνώστης και το κάνει δικό του...»


Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 6ο)

















Έτσι αλλάξαμε γραμμή πλεύσης κι αρχίσαμε να ψάχνουμε στις αγγελίες των εφημερίδων για δουλειά , που θα είχε μια πιο ευοίωνη προοπτική για μας. Τεχνικές εταιρείες στο εξωτερικό ζητούσαν νέους συναδέλφους για να στελεχώσουν με προσωπικό περιοχές κυρίως των αραβικών χωρών, όπου γίνονται πρωτίστως έργα υποδομής. Στελέχη της ηλικίας μας απορρίπτονταν εκ των προτέρων , «εμπειρία έχετε μεν , αλλά εμείς θέλουμε νέους για να υπάρχει και προοπτική συνεργασίας για πολλά χρόνια». Η αλήθεια είναι ότι εμείς θέλαμε μια πενταετία ακόμη μέχρι τη σύνταξη, κλείνοντας τη τριακονταπενταετία. Γι` αυτό μας κέντρισε το ενδιαφέρον μια αγγελία που ζητούσε έμπειρους μηχανικούς στη Στουτγκάρδη από μια εταιρεία αξιοποίησης ακινήτων.
Η εταιρεία αγόραζε παλιά σπίτια στην ευρύτερη περιοχή της μεγάλης πόλης και αφού τα επισκεύαζε, τα πουλούσε ως μονοκατοικίες πολυτελείας σε εταιρείες ή πλούσιους κατοίκους. Η πρόταση αυτή μας φάνηκε δελεαστική. Εξάλλου θα ήταν μια ευκαιρία να επανασυνδεθώ πάλι με τη φίλη μου τη Πέπη , η οποία όμως δραστηριοποιούνταν στο Αμβούργο, σε πολύ μεγάλη βέβαια απόσταση από την έδρα της εταιρείας , που μας ενδιέφερε. Επικοινωνήσαμε μαζί τους , η γερμανική γλώσσα ήταν απαραίτητη , ευτυχώς τη γνωρίζαμε κι οι δύο κι έτσι αποφασίσαμε να ξενιτευτούμε.
Στην αρχή μας φαίνονταν πολύ παράξενη η απόφαση που πήραμε στα πενήντα τρία μας χρόνια, να εγκαταλείψουμε την Ελλάδα που μας εγκατέλειψε.
«Έχετε εξαντλήσει όλα τα περιθώρια;» μας έλεγαν φίλοι και γνωστοί. «Πού θα πάτε τώρα σε μια χώρα άγνωστη , με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και κουλτούρα, με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο λειτουργίας;»
«Εντάξει» λέγαμε, «δεν είναι και η...Τανζανία, στη Γερμανία θα πάμε. Πολίτες της ευρωπαϊκής ένωσης είμαστε, είναι συνηθισμένες οι ανταλλαγές ευρωπαίων πολιτών, ιδιαίτερα μάλιστα επιστημονικού προσωπικού.»
Όχι ότι ήταν κι εύκολο! Από τη πρώτη στιγμή έπρεπε να περάσουμε ένα σωρό από διατυπώσεις , να κάνουμε γνωστή δηλαδή τη παρουσία μας στη χώρα ως αλλοδαποί. Έπρεπε να συμπληρώσουμε ένα σωρό από έντυπα και δηλώσεις τα οποία ενημέρωναν τη πρεσβεία, τα προξενεία και την αστυνομία , ότι πλέον κατοικούμε προσωρινά σ` αυτή τη χώρα.
Η εταιρεία ακινήτων που θα εργαζόμασταν μας δέχτηκε καλά , με μεγάλη τους χαρά θα έλεγα, αφού οι μισθοί μας θα ήταν λίγο μεγαλύτεροι από αυτούς στην Ελλάδα , αλλά για τα δεδομένα της Γερμανίας ήταν μόνον οι μισοί, που αντιστοιχούσαν σε παρόμοιας εμπειρίας προσωπικό.
Σκεφτήκαμε , πως το ζήτημα της διεκδίκησης μεγαλύτερου μισθού προς το παρόν δεν μας απασχολούσε, αν και ήταν κάτι το οποίο θα μας δέσμευε στη διετή σύμβαση που μόλις είχαμε υπογράψει. Σημαντικότερο για μας στη παρούσα φάση ήταν να εγκλιματιστούμε στη νέα κατάσταση και να βρούμε γρήγορα ένα σπίτι , πράγμα που μας δυσκόλεψε.
Η εταιρεία μας σύστησε κάποια θυγατρική της που δραστηριοποιούνταν στην ενοικίαση ακινήτων , κι έτσι αποταθήκαμε αμέσως εκεί. Μας ξεκαθάρισαν αμέσως για το υψηλό ποσοστό της μεσιτείας που θα εισέπρατταν, όταν θα μας έβρισκαν το διαμέρισμα που χρειαζόμασταν. Στο μεταξύ αρχίσαμε να ψάχνουμε κι από μόνοι μας.
«Φάγαμε πόρτα» που θα `λεγαν και τα παιδιά μας, από αρκετούς στους οποίους αναζητήσαμε σπίτι. Άλλοι μας ζητούσαν υπέρογκα ποσά, που δεν θα μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε οικονομικά , ενώ άλλοι μας το `λεγαν πιο καθαρά , ότι αλλοδαπούς δεν δέχονται. Μόλις δηλώναμε ότι είμαστε από την Ελλάδα, με χαμόγελο στα χείλη μας απαντούσαν, πως η χώρα μας είναι καλή μόνο για διακοπές.
Αυτή ήταν η εικόνα της πατρίδας μας στο εξωτερικό; Καλά εμείς δεν είμαστε εταίροι στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Δεν είμαστε ίσοι; Δεν μας βλέπουν ως όμοιούς τους πολίτες ; Και τότε, ποιός είναι ο ρόλος μας στην Ευρώπη;
Μήπως τελικά η εικόνα αυτή, που μόρφωσαν οι ευρωπαίοι εταίροι για μας , ήταν η δική μας εικόνα, ο τρόπος που εμείς βλέπουμε τα πράγματα και τώρα είχαμε το καθρέφτη απέναντί μας, που ξεμπρόστιαζε το δικό μας «image» ;
Θυμήθηκα τη Μόνικα. Πόσες φορές δεν πληγώθηκε από νεαρούς της παρέας μας , όταν την ξεφώνιζαν «faschisten-faschisten» έτσι για πλάκα , χωρίς να γνωρίζουν τίποτε γι` αυτήν ,της φορούσαν μια ωραία ταμπέλα, που είχε προέλθει από το τρόπο με τον οποίο τους μεγάλωσαν οι γονείς τους. Κι η Μόνικα τους κοιτούσε αγριεμένη, χωρίς να το δηλώσει , γιατί η κουλτούρα της δεν της το επέτρεπε, ότι ήταν μέλος του Deutsche Kommunistische Partei !
Να λοιπόν τώρα είχαμε μπροστά μας το ίδιο πρόβλημα, φαινόταν ότι δεν είχαμε ξεπεράσει το μύθο της «Ψωροκώσταινας» , ή εκείνον της χώρας της ανεμελιάς, του άπλετου ήλιου και της γαλάζιας θάλασσας , που όμως διώχνει ακόμη και τους ελάχιστους εναπομείναντες τουρίστες της , προσπαθώντας να τους ληστέψει ακόμη και στο ταξί κατά τη διαδρομή «Ακρόπολη-Θησείο».
Φαινόταν, ότι ο μύθος του Έλληνα μετανάστη, του αλλοδαπού , του πολίτη της δεύτερης κατηγορίας, που δεν ενσωματώνεται στη χώρα υποδοχής, μάς ακολουθούσε. Μήπως τελικά γι αυτό η Χίλντε δεν κατάφερε να μάθει παρά μόνο τρεις λέξεις στα ελληνικά; Μήπως τελικά γι αυτό ο ξάδελφός μου ο Ζωρζ έχει ξεχάσει το πενήντα τοις εκατό της ελληνικής καταγωγής του;
Έλεγα πώς πρώτοι εμείς χρειάζεται να πιστέψουμε , ότι η Ελλάδα μπορεί να έχει πια ένα ευρωπαϊκό πρόσωπο, που όμως πρώτοι εμείς δεν θέλουμε να το αποδεχτούμε:
Όταν η ευρωπαϊκή Ένωση μας επιδοτεί για να κάνουμε δίκτυα ύδρευσης, εμείς κοιτάμε να κατασπαταλήσουμε τα χρήματα με δόλιους τρόπους. Όταν επιδοτούμαστε να δώσουμε κίνητρα στο τουρισμό, να αξιοποιήσουμε εναλλακτικές μορφές ενέργειας, να ασχοληθούμε με την ανακύκλωση και χίλια δυο άλλα , που μπορούν να μας κάνουν ίσους στις ευκαιρίες πολίτες, εμείς κοιτάμε να αρπάξουμε τη συγκεκριμένη ευκαιρία! Αχ! Πού είσαι …Τανζανία!

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 5ο)




Για καιρό ζούσαμε στην ανεργία. Το γραφείο , που το κρατούσαμε για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια με νύχια και με δόντια οι δυο μας με τον άντρα μου δεν πήγαινε και πολύ καλά , ελάχιστοι πελάτες ζητούσαν πια οικοδομικές άδειες , γιατί το κόστος των κατοικιών είχε ήδη τριπλασιαστεί ενώ τα οικόπεδα ανοικοδόμησης συγκροτημάτων και πολυκατοικιών είχαν πια εξαντληθεί. Στο δημόσιο ήταν αδύνατον να βρω δουλειά και οι τεχνικές εταιρείες μετά την «Αθήνα 2004» άρχισαν να κλείνουν η μια μετά την άλλη απολύοντας συνέχεια το έτσι κι αλλιώς άκρως απαραίτητο προσωπικό τους.
Τα παιδιά μας ήδη είχαν τελειώσει τις σπουδές τους κι έψαχναν κι αυτά δουλειά. Τώρα τα σύνορα δεν μας φαίνονταν περιοριστικά. Η Νάσια η κόρη μας είχε δηλώσει ότι θα δουλέψει στην Γερμανία, στην εταιρεία της φίλης μου Πέπης , η οποία επεκτείνονταν στο τομέα της πληροφορικής με καλπάζοντες ρυθμούς. Η «Κατσαρίδα» παρά το μικρό της ανάστημα είχε γίνει γίγαντας στο τομέα της πληροφορική μιας και αποδείχτηκε δαιμόνια γυναίκα-επιχειρηματίας. Ο Τζίμης ο γιός μας πήγε στην Ισπανία να βρει τη τύχη του , τον κάλεσε εκεί ένας καθηγητής κιθαρίστας να επιμορφωθεί στη χώρα του φλαμέγκο. Αναγνώριζε στο πρόσωπό του τον «ιδανικό μαθητή» με λαμπρές προοπτικές.
Ε, δεν ήταν δύσκολο για μας να πάρουμε την απόφαση. Μηχανικοί ήμασταν κι οι δυο, προκαταλήψεις δεν είχαμε ήδη από τα φοιτητικά μας χρόνια, στέγη και φαγητό θα είχαμε εξασφαλισμένα από την Μη Κυβερνητική Οργάνωση. Τα παιδιά δεν μας χρειάζονταν πια, κι η πολιτεία που κάποτε μας μόρφωσε, σήμερα «τρώει» τα παιδιά της, γιατί τόσα χρόνια δεν φρόντισε καμιά πολιτική να εξασφαλίσει δουλειά για τους νέους , αλλά και για τους κοντά στη σύνταξη εργαζομένους.
Έτσι αποφασίσαμε να δηλώσουμε με τη μία στη Μη Κυβερνητική Οργάνωση ,ότι είμαστε διαθέσιμοι για το κλιμάκιο στη Τανζανία.
Τότε ήταν που θυμήθηκα τον Στηβ. Γνώριμός μου από τα φοιτητικά μας ακόμη χρόνια- σπούδαζε ιατρική και διάβαζε μαζί μας στη βιβλιοθήκη- ήταν κι αυτός ένας από τους αλλοδαπούς φοιτητές στη χώρα μας, που βοηθιόταν αρκετά από κάποιους χωρίς προκαταλήψεις συμφοιτητές.

Ο Στηβ ήταν από το Νταρ ελ Σαλάαμ , τη «πόλη της ειρήνης» όπως λέγεται στα σουαχίλι. Μου` λεγε τότε με παράπονο, ότι είναι αδιανόητο για τους πολιτισμένους πολίτες αυτού του κόσμου να αντιληφθούν τις πολλαπλές ανάγκες στη Τανζανία , που είναι οκτώ φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα κι έχει τετραπλάσιο πληθυσμό. Είναι αδιανόητο να αντιληφθούμε-έλεγε ο Στηβ- πως δύο στα δέκα παιδιά πεθαίνουν από έϊτζ , ενώ άλλα από αβιταμίνωση , ασιτία και τροπικές ασθένειες. Ότι ένας στους πέντε κατοίκους της ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα. Είναι αδιανόητο να βλέπει κανείς στα δοχεία απορριμμάτων των ανεπτυγμένων χωρών στο φαγητό που μας περίσσεψε ή δεν μας άρεσε ή έληξε , να είναι εκεί πεταμένη και η ζωή ενός παιδιού που πεθαίνει από την ασιτία. Αδιανόητο, ότι τα παιδιά δεν έχουν τα στοιχειώδη εμβόλια που κοστίζουν τρία ευρώ και πεθαίνουν από τέτοιες ασθένειες. Αδιανόητο, ότι δεν υπάρχει καθαρό πόσιμο νερό για τους μισούς κατοίκους των απομακρυσμένων περιοχών. Σαφώς δεν έκανε καμιά μνεία τότε ο Στηβ για μόρφωση ή τέτοιου είδους «πολυτέλειες». Στις μαστιζόμενες από λιμούς χώρες , μία στις τρεις γυναίκες δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, η δε γυναίκα έχει μια πολύ χαμηλή θέση σ` αυτές τις κοινωνίες.
Έχοντας αυτά στο μυαλό μου, πέρασα τη πόρτα της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης. Δυστυχώς ήμασταν οι πρώτοι που δηλώσαμε συμμετοχή, δεν υπήρχαν άλλοι συνάδελφοι διαθέσιμοι κι έπρεπε να περιμένουμε. Εξ` άλλου το πλάνο παρέμβασης δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρο: τί θα κάναμε στη Τανζανία; Θα διανοίγαμε δρόμους, θα βελτιώναμε το οδικό δίκτυο, θα φτιάχναμε σχολεία, νοσοκομεία, θα ανοίγαμε πηγάδια ή θα κατασκευάζαμε υποτυπώδη δίκτυα ύδρευσης; Κι όλα αυτά με ποιο ανθρώπινο δυναμικό θα πραγματοποιούνταν , με ποιο συντονισμό και με ποια χρήματα;
Αμέσως καταλάβαμε ότι δεν αρκεί μονάχα να δηλώσει κανείς το παρόν σε μια τέτοια υπόθεση. Χρειάζεται να είναι διατεθειμένος να αφιερώσει τη ζωή του σε ένα τέτοιο σκοπό, στη πραγματικότητα να λειτουργήσει όπως θα λειτουργούσε κανείς σε ιεραποστολικό έργο.
Εμείς οι τεχνοκράτες δύσκολα ξεφεύγουμε από τα στεγανά όρια του απολύτως ελεγχόμενου συστήματός μας. Έχουμε διδαχθεί καλά , από τα πολυτεχνειακά μας ακόμη χρόνια , τα μηχανικά συστήματα , τα οποία χρησιμοποιούμε σαν μοντέλα για να περιγράψουμε τις κατασκευές και μ` αυτό το τρόπο να προβλέψουμε τις επικείμενες βλάβες στα οικοδομήματα, που σχεδιάζουμε από ενδεχόμενους σεισμούς. Αν κάτι ξεφεύγει από τα στάδια ελέγχου το διορθώνουμε και ξαναϋπολογίζουμε με μεγαλύτερη ασφάλεια το σύστημά μας. Αυτά τα συστήματα λέγονται «κλειστά» γιατί έχουν μεγάλο βαθμό ελεγξιμότητας, προσδιορισμού κι ελέγχου. Απ` ότι φαίνεται όμως, άκρως επηρεασμένοι από τις σπουδές μας αδυνατούμε να αντιληφθούμε ότι κάποια συστήματα χρειάζονται μια μεγαλύτερη ευελιξία. Και τέτοια είναι τα ανθρώπινα : ξεφεύγουν απολύτως από οτιδήποτε «ελέγξιμο».
Πολλοί συνάδελφοι μηχανικοί γνωρίζουν τη Τανζανία ως χώρα τουρισμού και πόλο έλξης για να κάνει κανείς σαφάρι στα πάρκα των άγριων ζώων που διαθέτει. Είναι γνωστό σε πολλούς από μας , ότι το «σινάφι» μας έλκεται από τις τροπικού τύπου διακοπές. Αναρωτιέμαι τί σχέση έχει η εικόνα που αποκομίζει ένας τουρίστας στη Τανζανία από την πραγματική, αυτή που μας περιέγραφε ο Στηβ, ή αυτή την ακόμη πιο αληθινή , που αντιμετωπίζουν οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις.
Όταν κανείς πετάξει με πτήση τσάρτερ προς τη Ζανζιβάρη της Τανζανίας, το υπέροχο νησί του αρχιπελάγους με τις δαντελωτές ακρογιαλιές και τους κοραλλιογενείς βυθούς, κι όταν παραμείνει για λίγες μέρες στα ελάχιστα ξενοδοχεία της περιοχής και περιπλανηθεί στα εξωτικά σοκάκια σκιαζόμενος από τους κοκοφοίνικες είναι στ` αλήθια αυτή η εικόνα της Τανζανίας; Μ` αυτές τις σκέψεις φύγαμε απογοητευμένοι από τη Μ.Κ.Ο παίρνοντας την υπόσχεση ότι στο απώτερο μέλλον ίσως να φανούμε χρήσιμοι στη χώρα αυτή, που μαστίζεται τόσο πολύ από τη φτώχεια.
Έτσι αλλάξαμε γραμμή πλεύσης .......(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 4ο)




Η Μόνικα εδώ και εικοσιπέντε χρόνια ζει στην Ελλάδα. Μιλά άπταιστα ελληνικά. Τη χώρα της την επισκέπτεται μόνο τα Χριστούγεννα και το καλοκαίρι. Σκέφτεται ίσως στη σύνταξη να επιστρέψει .
Πόσο μετανάστρια είναι η Μόνικα στην Ελλάδα; Πόσο είναι στη χώρα της; Πόσο θα είναι όταν επιστρέψει και γνωρίσει μιαν άλλη χώρα , που για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια απέχει από την καθημερινότητά της.; Που δεν συμμετέχει στο κοινωνικό και πολιτικό της γίγνεσθαι;

ΞΕΝΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

Σε είδα που ερχόσουν από μακριά

μήπως απ` τη διπλή ελπίδα,

εκεί ξένη στη δική σου ξενιτιά

κι εδώ ξένη,

σ` άλλων τη πατρίδα.

Χωρίς κανένα να σε περιμένει,

ξένη εδώ στα ξένα ξένη,

κι αυτοί που εκεί σε καρτερούν,

άδειοι μέσα σου αντηχούν.


Σα δυο πατρίδες έχεις κάνει,

αυτή που γέννημά της είσαι

σ` έχει παλιά πολύ πικράνει,

αυτή λοιπόν την απαρνείσαι.


Κι η δεύτερη πατρίδα ξένη,

σκόρπια η ζωή άσκοπα κυλά,

κανείς εδώ δεν περιμένει

κι η μοναξιά όλο σε γυρνά.


Πίσω δε θέλεις να γυρίσεις,

μπρος δε μπορείς να προχωρείς.

Πώς στις σκιές μέσα να ζήσεις,

ισορροπία πώς να βρεις;

Στην Ελλάδα η Μόνικα επιμορφώνει φουρνιές παιδιών στην δική της γλώσσα και κουλτούρα ` τί είναι άραγε ; Μετανάστρια ή μήπως κάτι άλλο;
Τις προάλλες τη συνάντησα με την τάξη της σ` ένα καφέ της πλατείας Αριστοτέλους . Το συνηθίζει ακόμη και σήμερα, παρά την πιο μεγάλη της πια ηλικία, να τους κάνει εκπλήξεις, ειδικά όταν οι μέρες είναι καλοκαιρινές.
«Τί πειράζει να γίνει το μάθημα έξω από την αίθουσα διδασκαλίας.; Μπορούμε και στο καφέ να αναλύσουμε λογοτεχνία». Ήπια μαζί τους ένα ρόφημα. Από κάποια μαθήτριά της έπεσε ένα φύλλο χαρτί. Μου κίνησε τη περιέργεια και το διάβασα:

ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ

Οι λέξεις που κυλάνε σε τροχιές,
το μύθο τους σπρώχνοντας να προχωρήσει,
έχουνε μνήμη μεγαλύτερη απ` το χτες
που η σκέψη δεν μπορεί να συγκρατήσει.

Όταν η γλώσσα δεν ακολουθεί
τον αργό των στερεότυπων ρυθμό,
μ` άλλα λόγια ζητά να ειπωθεί
δανεικά, απ` έναν άλλον εαυτό:

τον δικό σου που εντός μου ζει,
που στη δική σου γλώσσα μου μιλά`
ώσπου η δική μου μνήμη να σβηστεί
κι απ` τη δική σου λέξεις να γεννά.

Κανείς ποτέ -μ` όλες τις φήμες-
ποιες λέξεις ήρθαν δεν θα μάθει`
μιλώ με τις δικές σου λέξεων-μνήμες
σε γλωσσικό ακροπατώντας μονοπάτι.

Μες τις δικές σου λέξεις μη πνιγείς`
να ! γυρίζω πάλι τη σελίδα:
δικές μου λέξεις σου δίνω για να πεις,
κάθε μου λέξη μια μικρούλα καρδερίνα,
μεταμορφώνει τον τρόπο σου ν` αντιληφθείς.

Σα τη δική μου γλώσσα δεν καταλαβαίνεις,
απ` τη δική σου λέξεις νέες επινοώ`
δεν μεταφράζω των συμβόλων την ασκήμια
λέξεις-ασήμια στο δέντρο μας κρεμώ.

Σ` ευχαριστώ: απ` τη γλώσσα σου
το παίρνω και πάλι στο γυρνώ,
ό ,τι μου `μαθες σου ξαναδίνω,
μες τις δικές σου λέξεις σεργιανώ !

Το κουτί των οραμάτων μου θ` ανοίξω
με γνώση, απ` άλλων κόσμων τη ζωή`
στα παραθύρια τις κουρτίνες θα τραβήξω
έξω φωνάζοντας, ό, τι εντός μου έχει γραφεί.

Τελικά ποιός πρέπει να πει το ευχαριστώ; Η Μόνικα στην Ελλάδα, ή η Ελλάδα στη Μόνικα;
Εγώ λέω πως η σχέση αυτή είναι αμφίδρομη, ιδιαίτερα όταν έχει να κάνει με τέτοιες νεαρές ηλικίες, που μέσα από πολυπολιτισμικές επιρροές διαμορφώνουν το χαρακτήρα τους και την άποψή τους για τα καθημερινά, αλλά και τα πιο ουσιαστικά πράγματα του καιρού τους.


Όλα αυτά ήταν άραγε το υπόβαθρο , που έκαναν το βλέμμα μου να μαγνητιστεί στη μικρή αγγελία του 651ου τεύχους του περιοδικού του Τεχνικού Επιμελητηρίου: «Η μη κυβερνητική οργάνωση (Μ.Κ.Ο) «Μηχανικοί χωρίς προκαταλήψεις» αναζητά συναδέλφους με εμπειρία να στελεχώσουν κλιμάκιο για να την ενίσχυση περιοχών της Αφρικής που πλήττονται από ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο φτώχειας. Πρώτη περιοχή ευθύνης η Τανζανία.»

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 3ο)




Η Πέπη ήταν η κολλητή μου συμμαθήτρια και καθόμασταν μαζί στο ίδιο θρανίο. Κόρη οικονομικών «Gastarbeiter» μεταναστών του Πελοπίδα και της Ρένας , μεγάλωσε σε ένα χωριό των Σερρών με το παππού και τη γιαγιά , γιατί οι γονείς της είχαν φύγει μετανάστες, λόγω των εξαιρετικά μεγάλων οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζαν στο χωριό. Ο Πελοπίδας είχε ανοίξει μια μικρή μονάδα παραγωγής τσιμεντόλιθων , όμως στην επαρχία δεν είχε καμιά προοπτική. Έπεσε έξω και τον έπνιξαν τα χρέη. Όταν πια τα όρια της επαρχίας ήταν πολύ στενά για τη Πέπη, το πανέξυπνο κορίτσι ήρθε στη Θεσσαλονίκη στην τάξη της α` Λυκείου για να συνεχίσει τις σπουδές της , μεγαλώνοντας αυτή τη φορά με τις θείες της. Η Θάλεια η αδελφή της, από την άλλη μεριά , αρκετά χρόνια μικρότερη καθώς ήταν , ζούσε με τους Gastarbeiter-γονείς της στη Γερμανία. Η Πέπη αποφάσισε να σπουδάσει πληροφορική και έτσι αναχώρησε ολοταχώς για τη Γερμανία, ενώ η Θάλεια αποφάσισε να σπουδάσει Αρχαιολογία και έτσι ήρθε ολοταχώς στην Ελλάδα.
Από τότε η «Κατσαρίδα» έζησε όλο το υπόλοιπο του βίου της μέχρι σήμερα στην αλλοδαπή, δημιουργώντας μια πετυχημένη επιχείρηση πληροφορικής κι επεκτείνοντάς την , ενώ η Θάλεια στην Ελλάδα ακόμη περιμένει να διοριστεί. Οι γονείς τους επέστρεψαν με τη σύνταξη στα πάτρια εδάφη ξαναγυρνώντας στο χωριό.
Ποιός ήταν μετανάστης , πού και γιατί ; Στη δική τους περίπτωση είναι ακόμη μια μπερδεμένη υπόθεση , που δεν έχω ολότελα ξεδιαλύνει.
«Μήπως μπορείτε να μου πείτε, πού βρίσκεται η οδός. Μουσών; » ρώτησε με σπασμένα ελληνικά μια γερμανίδα με ταξιδιωτικό σακίδιο στη πλάτη, ενώ καθόμασταν στο «Καντάρι» , στην Ανω-Πόλη και πίναμε τις ρετσίνες μας με τη Πέπη. Η φίλη μου ερχόταν ανελλιπώς τα καλοκαίρια από τη Γερμανία και τις περισσότερες από τις μέρες της διαμονής εδώ, τις περνούσαμε οι δυο μας παρέα.
«Ιδιαίτερη πολύ ιδιαίτερη περίπτωση» είπα στη φίλη μου σχολιάζοντας, ότι η Χίλντε δεν είχε κατάφερε να μάθει ούτε τρεις λέξεις μέσα στα σαράντα χρόνια του γάμου της με το θείο Μιχαλάκη. Της προτείναμε να την κεράσουμε και μας είπε σε πολύ καλά ελληνικά, ότι πρώτη φορά της συμβαίνει κάτι τέτοιο και κάθισε μαζί μας.
Η Μόνικα ήταν γερμανίδα καθηγήτρια βιολόγος σε γερμανικό σχολείο , που για τους δικούς της προσωπικούς λόγους- ένα διαζύγιο στα σκαριά- εγκατέλειψε τη χώρα και τη σίγουρη δουλειά της . Εδώ θα εργαζόταν ως καθηγήτρια γερμανικής σε κάποιο ινστιτούτο, μετά από επιμόρφωση, έτσι το πρώτο-πρώτο που έκανε ήταν να παρακολουθήσει το σχολείο ελληνικής γλώσσας του ΑΠΘ. Εκεί έμαθε να μιλά τα υπέροχα ελληνικά της. Πάντως προς το παρόν εργάζονταν ως καθαρίστρια σε ένα άλλο ινστιτούτο, μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της επιμόρφωσής της.
Ήταν η Μόνικα μετανάστρια, ή μήπως θα χαρακτηρίζονταν έτσι αργότερα;
Με τη Μόνικα ανταλλάξαμε τηλέφωνα . Το είδα ως ευκαιρία να εξασκήσω τα γερμανικά μου, αλλά και αυτή για να εξασκήσει τα ελληνικά της. Με μας συνέβαινε το εξής παράδοξο: εγώ της μιλούσα στα γερμανικά κι αυτή απαντούσε στα ελληνικά, έτσι κάναμε δι-γλωσσική εξάσκηση ! Η Μόνικα ήταν ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος. Κουβαλούσε όλη τη γερμανική κουλτούρα πίσω της, αλλά και τα ενδιαφέροντά της ήταν πολλά και κοινά με τα δικά μου, κι έτσι ανταλλάσσαμε «ύλη», η μια με την άλλη.
Με μύησε στη γερμανική λογοτεχνία, τη μύησα στην ελληνική. Γνώρισα τραγουδιστές και συγκροτήματα, γνώρισε τα δικά μας. Γράφτηκε σε σύλλογο για να μάθει παραδοσιακούς χορούς, ενώ μου `μαθε βαλς και ταγκό. Εντρυφήσαμε στα μυστικά της δικής μας και της δικής της κουζίνας. Μου έλεγε για τα έθιμά τους των Χριστουγέννων, της έλεγα για τα δικά μας. Τη συνέπαιρνε να ακούει τα παιδιά να τραγουδούν τα κάλαντα. Ζητούσε το Πάσχα μόνη της να στολίσει τη λαμπάδα, ήθελε να βάψει και αυγά. Δεν είχε σημασία που ήταν αλλόθρησκη. Τα έθιμα του τόπου που ζούσε τα βίωνε σαν δική της πραγματικότητα.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μέρος 2ο)



Όμως ο Μπιλού, ο Λατίφ, ο Ιμπραήμ, ο Στηβ ως τί λογίζονταν;


Ήταν οι συμφοιτητές μου στο Πολυτεχνείο , οι οποίοι έρχονταν κατά μεγάλους αριθμούς από τη Λιβύη , την Υεμένη, τη Συρία ή ακόμη και τη Τανζανία, για να φοιτήσουν σε σχολές περιωπής, που θα τους εξασφάλιζαν μια καλή καριέρα-ακόμη και πολιτική- στη χώρα τους.
Τον Μπιλού και τους υπόλοιπους συμφοιτητές μου τους συναντούσα συχνά στη βιβλιοθήκη ή στα σπουδαστήρια. Δεν ήταν μόνο ότι ήμουν διαβαστερή ή ότι κι αυτοί λόγω των δυσκολιών που συναντούσαν με τη γλώσσα διάβαζαν πολύ ομοίως. Η βιβλιοθήκη ήταν για μας τόπος συνάντησης και αλληλεπίδρασης. Οι αλλοδαποί συμφοιτητές μας είχαν Οπωσδήποτε κι επιπλέον δυσκολίες από μας: πώς να καταλάβουν τα ανώτατα θεωρητικά των μαθηματικών για παράδειγμα ,όταν ήδη στην μητρική μας γλώσσα μάς φαίνονταν αλαμπουρνέζικα; Έτσι βλέποντάς το , με μεγάλη χαρά βοηθούσαμε τους αλλοδαπούς συμφοιτητές , είτε δίνοντάς τους επεξηγηματικές και πρόσθετες πληροφορίες ή ακόμη και τις σημειώσεις μας. Δεν ξέρω αν ήταν ένα εσωτερικό χρέος η βοήθεια προς τους ασθενέστερους συμφοιτητές μας για να ορθοποδίσουν. Πάντως εκτός από τα τεχνικού περιεχομένου θέματα όπου εμείς παρείχαμε ως βοήθεια , συχνά παίρναμε μαθήματα ήθους από αυτούς τους «ξένους», όπως τότε που ορκίστηκα.
Πήρα λοιπόν το πτυχίο μου και κέρασα όλους τους συμφοιτητές μου συμπεριλαμβανομένων και των αλλοδαπών. Δεν ξέρω αν ο Μπιλού αισθάνθηκε κάποια στιγμή υποχρεωμένος απέναντί μου, μα θα `λεγα πως η υποχρεωμένη ήμουν τελικά εγώ.
Τον συνάντησα μια μέρα στη οδό Μελενίκου, που ως γνωστόν είναι ο δρόμος με τα φωτοτυπάδικα. Εγώ έβγαζα σε αντίγραφα την άδεια άσκησης επαγγέλματος για να την επικυρώσω - κι έλεγα πως θα τη κάνω τελικά κορνίζα- δουλειά δεν φαίνονταν στον ορίζοντα, χωρίς γνωριμίες....
«Ένας φίλος , μού λέει , ψάχνει κάποιο άτομο για να εργαστεί σε τεχνικό γραφείο, να του πω; Εσύ πρέπει να πας εκεί» .
«Και δεν του λές !» Σε ένα μήνα από την συμπτωματική συνάντηση την ημέρα των φωτοτυπιών είχα ήδη δουλειά και ταυτόχρονα γνώρισα το μέλλοντα σύζυγό μου! Μάλλον εγώ ήμουν η υποχρεωμένη στο Μπιλού από τη Λιβύη, ώρα του καλή όπου και να `ναι.
Είχαν λοιπόν στο πρόγραμμα οι αλλοδαποί συμφοιτητές να επιστέψουν στη πατρίδα οπωσδήποτε με το πτυχίο τους. Και δηλαδή αν δεν κατάφερναν να επιστρέψουν και παρέμεναν στη χώρα μας, τότε θα λογίζονταν ως μετανάστες ;
Την απορία μου αυτή ήρθε να μου την λύσει «το διπλανάκι» , η Πέπη , φίλη μου από το σχολείο, που τη φωνάζαμε με το παρατσούκλι «Κατσαρίδα», επειδή ήταν μικροκαμωμένη.

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΡΙΑΝΑΣ (μερος 1ο)





Η εννενηκονταετής γιαγιά μου , λίγο πριν μας αφήσει χρόνους είχε στηλωμένο το βλέμμα της στη πόρτα. Περίμενε το «Μιχαλάκη», το μεγαλύτερο γιο από τα πέντε παιδιά της, να επιστρέψει από τη Γερμανία. Xήρα απ` τα τριάντα της, δούλευε ως παραδουλεύτρα για να τα μεγαλώσει .
Ο θείος Μιχάλης ήταν «Ο μετανάστης» της οικογένειας και εγώ το μόνο που ως παιδί θυμόμουν, ήταν πως αντιλήφθηκα την ύπαρξη του θείου, τότε που σε κάποια μου γενέθλια ερχόμενος από τη ξενιτιά, μού χάρισε έναν υπέροχο κούκλο-μωρό, που μ` έβγαζε ασπροπρόσωπη σ` όλες μου τις παιδικές συναναστροφές. Ο Μιχάλης είκοσι χρόνια μετά την απουσία του από την χώρα μας -όπου θεωρούνταν λιποτάκτης- εξασφάλισε τη πολιτειακή συναίνεση και επέστρεψε ως επισκέπτης στη πατρίδα.
Στα δεκάξι του τον πήραν όμηρο στη Γερμανία, εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς του πολέμου. Φτώχεια καταραμένη, κι η γιαγιά για να τους μεγαλώσει , τους μεγάλους τους έστειλε στο ορφανοτροφείο «ημερήσιους» για τα συσσίτια ενώ τα πιο μικρά τα έπαιρνε μαζί της στα σπίτια που ξενόπλενε για να παίζουν με τα πλουσιόπαιδα. Ο θείος μου συνάντησε τη Χίλντε αμέσως μόλις έληξε ο πόλεμος, και προκειμένου να εξασφαλίσει ην άδεια παραμονής εκεί παντρεύτηκε νέος-νέος. Είχε προλάβει να κατέβει από το τρένο της επιστροφής , όπου στοιβαγμένους τους έστελναν πίσω στις χώρες καταγωγής τους και παράνομος ών, ζητούσε «καταφύγιο» στην αγκαλιά της γερμανίδας. Η Χίλντε είχε με τη σειρά της προλάβει κι αυτή να φύγει από το Μαδεμβούργο, προτού κλείσουν τα σύνορα και χαραχτεί το τείχος του Βερολίνου ,του διαχωρισμού σε ανατολική και δυτική χώρα, σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ. Έτσι έπιασαν δουλειά σε φάμπρικα στη δυτική πλευρά και έφτιαξαν το σπιτικό τους.
Μερικές φορές επισκέπτονταν την Ελλάδα, όχι όμως κάθε χρόνο κι η Χίλντε δεν κατάφερε να μάθει παρά δυο-τρεις μόνο ελληνικές λέξεις. Το αγόρι παιδί τους έμαθε κι εκείνο αυτές τις δυο-τρεις λέξεις σε αντίθεση με μένα , που αποφάσισα να μάθω γερμανικά φοιτώντας στο Goethe Institut, προκειμένου κάποιος από το σόι να έχει τη δυνατότητα να συνεννοείται με τους γερμανόγλωσσους . Τα γερμανικά μαζί με τ` αγγλικά μού ήταν πολύ χρήσιμα εκείνη την εποχή στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα κι έτσι μπόρεσα να εκπονήσω τη διπλωματική μου εργασία βασιζόμενη σε ξένη, κατ` εξοχήν γερμανική βιβλιογραφία.
Ο θείος Μιχαλάκης το πλήρωσε ακριβά αυτό με τη γλώσσα, ιδίως όμως η Χίλντε. Στη σύνταξη αποφάσισαν να ζούν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ελλάδα , μα η γλώσσα ειδικά για τη θεία μου ήταν πάντα ένας φραγμός. Τί της έμελλε να τραβήξει η καημένη ούτε που το φαντάζονταν, όταν ο Μιχάλης έπαθε το εγκεφαλικό....Ακόμη τη θυμάμαι μέσα στο ασθενοφόρο, όπου κι οι δυό συνοδεύαμε το θείο –εγώ ως μεταφράστρια κι η θεία ως σύζυγος- αλλά και κατόπιν ,όταν τον τοποθέτησαν σε ράνζτο στο διάδρομο του νοσοκομείου. Η Χίλντε για πρώτη της φορά έβλεπε ελληνικό νοσοκομείο, αλλά της φαινόταν αδιανόητο τα εγκεφαλικά περιστατικά να τοποθετούνται σε ράντζα! Μήπως και για μας δεν είναι αδιανόητο; Ζήσαμε στιγμές του παραλόγου με τους υπεύθυνους του νοσοκομείου , μέχρι που μια παλιά μου συμμαθήτρια - προϊσταμένη σε `κείνη ακριβώς τη πτέρυγα που νοσηλέυονταν ο θείος - προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει λόγω της πρότερης κοινής πορείας μας, και να σου ο Μιχάλης ως ένατο κρεβάτι στη μέση του οχτάκλινου θαλάμου νοσηλείας !
Παρ` όλες τις φροντίδες του νοσοκομείου- δεν είχε αξονική, δεν είχε υπέρηχους, οι λίστες αναμονής ήταν τεράστιες – ο θείος δεν κατάφερε να επιβιώσει , μας άφησε σύντομα χρόνους και η Χίλντε βρέθηκε πάλι προ εκπλήξεων , όταν έπρεπε να κανονιστούν τα γραφειοκρατικά μαζί με τις λεπτομέρειες της κηδείας.
Η ιστορία του θείου Μιχάλη εκείνη την εποχή μ` έκανε να αναρωτηθώ για το θέμα της μετανάστευσης. Μέχρι τότε ως μετανάστες λογάριαζα εγώ τους “Gastarbeiter” δηλαδή τους οικονομικούς μετανάστες , άντε και μερικές περιπτώσεις σαν του θείου Μιχαλάκη, όπου ο πόλεμος τους είχε στερήσει την δυνατότητα να ζουν στη πατρίδα.

Όμως ο Μπιλού, ο Λατίφ, ο Ιμπραήμ, ο Στηβ ως τί λογίζονταν;
(συνεχίζεται....)