.....ποίηση είναι αυτή η επικοινωνία του ατομικού λόγου ύπαρξης με τους άλλους λόγους ύπαρξης, αυτούς των Αναγνωστών του.

«....Κατά την άποψή μου το ποίημα «τελειοποιείται» μόνο, όταν το παραλάβει ο Αναγνώστης και το κάνει δικό του...»


Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

Η ΗΣΥΧΗ ΠΑΡΑΛΙΑ







Η ΗΣΥΧΗ ΠΑΡΑΛΙΑ

Η φιλία τους κρατούσε επί τριανταοκτώ χρόνια. Η μια στην ξενιτιά του παγωμένου βορρά και η άλλη εδώ, εντός των τειχών. Κάθε χρόνο συνήθως τον Αύγουστο αφιέρωναν ένα τριήμερο στην ανανέωση της φιλίας τους. Μερικές φορές λόγω των οικογενειακών τους υποχρεώσεων, οι “δικές τους μέρες” ήταν λιγότερες, μα και έτσι συμπυκνωμένος ο χρόνος αρκούσε , για να ανοίξουν την ψυχή τους η μια στην άλλη και να μοιραστούν τα νέα ενός ολάκερου χρόνου.
-Πάμε στην “ήσυχη παραλία” συμφώνησαν κι οι δυο τους. Οι παραλίες τον Αύγουστο σφύζουν από κόσμο και η συγκεκριμένη μόνο τις πρωινές ώρες έχει ησυχία. Μερικοί ηλικιωμένοι ή μεσήλικα ζευγάρια και σε απόσταση σημαντική η μια ομπρέλα από την άλλη εξασφαλίζουν ας πούμε λίγη ιδιωτικότητα.
Αυτός κι η γυναίκα του καθόταν σε ξαπλώστρες κάτω από την ομπρέλα. Αυτή διάβαζε ένα λογοτεχνικό βιβλίο κι ο μουσάτος διοπτροφόρος κύριός της άκουγε μουσική από το ένα αυτί, σφυρίζοντας το ρυθμό.
Αφού έστησαν την ομπρέλα τους οι φιλενάδες μπήκαν γρήγορα στο νερό και με γέλια και χαρές άρχισαν να εξιστορούν τις χειμωνιάτικες ιστορίες τους . Θυμήθηκαν τα μαθητικά τους χρόνια και μες τα χωρατά η Πόντια άρχισε να λέει στα ποντιακά ανέκδοτα με τον Γιωρίκα και τον Κωστίκα.
-Κάνε και παράλληλη μετάφραση , δεν τα καταλαβαίνω όλα , κι αυτή βάλθηκε να επεξηγεί ακόμη κι όταν πέρασαν σε σόκιν ανέκδοτα....
Καμιά ώρα βγήκαν και στρώθηκαν στις ξαπλώστρες.
Ο μουσάτος σηκώθηκε και μόλις τις πλησίασε κατέβασε το μαγιώ του και το έβγαλε μπροστά τους δείχνοντας τες τα αχαμνά του. .
-Τί μας το δείχνει το μαραμένο του; αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα η πόντια.
-Είστε πολύ γαϊδούρες , είπε ο διοπτροφόρος κύριος.
-Κρίμα που δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο και για σας, είπε η άλλη.
Η Πόντια ετοιμάστηκε να πιαστεί για τα καλά μαζί του σε διένεξη.
-Μη λες τίποτε, θα φύγει αμέσως, της είπε η άλλη.
Πράγματι φαινόταν ότι ο κύριος δεν έλεγχε πλέον τον θυμό του.
Μάζεψε γρήγορα την ομπρέλα και την κυρία του και έφυγαν.
Κατά την αποχώρηση τις φώναξε η κυρία “Ντροπή σας!”
και η Πόντια: “Αμ` και την δική σας , πού την βάζετε;”
Λες και δόθηκε παράγγελμα και έληξε το σιωπητήριο της ήσυχης παραλίας.
Σε λίγο μανάδες έχοντας παραμάσχαλα σωσίβια, και βατραχοπέδιλα, ομπρέλες και ξαπλώστρες και χαρούμενα παιδάκια με κουβαδάκια ξεχύθηκαν στην αμμουδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου