
Παλιό μου σπίτι ημιυπόγειο,
σκοτεινό, διατηρητέο,
με δυο μάτια ορθάνοιχτα στο φως,
σ` αναστηλώνω:
ως αρχειοθήκη παλαιών πλοηγών
σ` επαναχρήζω,
παλιές ατραπούς ορίζω
το μπούσουλα να δίνουν
σ` εξερευνήσεις νεότερων οδοιποριών.
Καινούργιο μου σπίτι ευήλιο,
ευάερο, διαμπερές,
με δυο κεντρικές κολώνες
το υπερώο σου να στηρίζουν,
ως χώρο σύγκλισης σ` ορίζω:
στην ανοιχτότητά σου
φιλόξενες οι νέες χαράξεις
πολυσύνθετων διαδρομών,
που το νήμα γερά κρατούν
δρόμων που δεν ευόδωσαν,
πορειών, που ξεκίνησαν αδιέξοδες.
Παλιό και νέο μου σπιτικό,
από την εσωτερικότητά σου
ανεβοκατεβαίνω:
πότε προς το φως ανασταίνομαι
και πότε στο σκοτάδι πισογυρίζω,
μα ποτέ πια μόνο σκοτεινά,
Όλο και πιο προς το Φως,
Όλο και πιο προς την ευρυχωρία,
Όλο και πιο προς το διαμπερές.
Η σφαίρα του παρελθόντος εξήλθε
το τραύμα του πια ανέβλεψε.
Μέσα κι έξω η ίδια:
Διάφανη από το υπερώο
προς το Φως καθεύδω.
1.Επίμετρον= επίλογος, υστερόγραφο
2.υπερώο= χώρος μύησης, χώρος επίβλεψης
3.καθεύδω= (εδώ) βυθίζομαι, ησυχάζω